Σινεμα αλα Γαλλικα...-Part 3: Nouvelle Vague, Cinema du look et Aujourd'΄hui

Η Ελένη Ριζάκη τον τελευταίο χρόνο γνώρισε το γαλλικό κινηματογράφο και τον ερωτεύθηκε παράφορα. Έτσι, αποφάσισε να κάνει ένα εκτενέστατο αφιέρωμα για να τον γνωρίσουν κι οι αναγνώστες του Mix This


Πάει και το δεύτερο μέρος! Ανακεφαλαιώνοντας, μιλήσαμε για τον πρώιμο κινηματογράφο στη Γαλλία και τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στη γέννησή του. Όλα αυτά στα τέλη του 19ου αιώνα. Ύστερα προχωρήσαμε μερικά χρόνια στις δεκαετίες του 1910 και του 1920 για να γνωρίσουμε τα διάσημα ρεύματα του ιμπρεσιονισμού κι υπερρεαλισμού -γνωστά και μη εξαιρετέα από τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Πηδώντας μερικές δεκαετίες φτάνουμε στη Nouvelle Vague του 1950, το Cinema du Look το 1980 και τέλος, λίγα λόγια για το πώς μου φαίνεται πως έχει διαμορφωθεί το σημερινό γαλλικό σινεμά. 

Nouvelle Vague:

Η δεκαετία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αφορά ένα Νέο Κύμα, έναν εκμοντερνισμό δηλαδή, που επηρέασε πολλές χώρες κι ειδικότερα τη Γαλλία.

Όλα άρχισαν από άρθρα μερικών δημιουργών στο περιοδικό Cahiers du Cinema τη δεκαετία του ‘50, μέσα από τα οποία βάλλονταν κατά των παλιών κινηματογραφιστών. Ταινία-σταθμός της Nouvelle Vague είναι το “A Bout de Souffle” («Με Κομμένη την Ανάσα»). Τη σκηνοθεσία και το σενάριο υπογράφουν ο Jean Luc Goddard κι ο Francois Truffeau αντιστοίχως. Είναι δύο δημιουργοί στους οποίους προσωποποιείται ουσιαστικά η φιλοσοφία του Νέου Κύματος. 

Αυτήν τη φιλοσοφία χαρακτηρίζουν λεπτομέρειες όπως το απλό σενάριο με χαλαρή πλοκή, το άνοιγμα σε Αμερικανούς δημιουργούς, η καινοτομία κι η νεανικότητα, τα εξωτερικά γυρίσματα κι οι πραγματικές τοποθεσίες κυρίως με κάδρο το Παρίσι του ’50. 

Από τεχνικής άποψης, στις ταινίες της Nouvelle Vague χρησιμοποιείται όσο το δυνατόν λιγότερο τεχνικό φως και προτιμάται κυρίως μόνο το διαθέσιμο και το φυσικό. Η κάμερα συνοδεύεται από ελεύθερες κινήσεις και τα πανοραμίκ πλάνα που αποτελούν καινοτομία για τη φωτογραφία, είναι απαραίτητα.

Όσον αφορά τους πρωταγωνιστές χαρακτηριστικά γνωρίσματα αποτελούν το χιούμορ, οι φόροι τιμής σε άλλες ταινίες κι η κατάργηση της σοβαροφάνειας.

Η Nouvelle Vague, ή αλλιώς το Νέο Κύμα της Γαλλίας, είχε τη μεγαλύτερη απήχηση από κάθε άλλο παρόμοιο Νέο Κύμα άλλων χωρών. Λειτούργησε για άλλη μια φορά προς όφελος του πολιτισμού και της γαλλικής κουλτούρας καταφέρνοντας ταυτόχρονα να αγαπηθεί από μεγάλη μερίδα του παγκόσμιου κοινού. Είναι ο τρόπος που η Γαλλία κι ειδικότερα η πρωτεύουσά της αναδείχθηκαν σε ένα εξαιρετικό κινηματογραφικό στούντιο. 

Έτσι ο κόσμος αγάπησε ακόμα περισσότερο (αν γινόταν) το Παρίσι, τα αξιοθέατά του, τα πλακόστρωτα δρομάκια του και τον αέρα του.


Cinema Du Look ή Σινεμά του Βλέμματος:

Το Σινεμά του Βλέμματος είναι άλλο ένα κεφάλαιο του γαλλικού σινεμά που μεσουράνησε κυρίως τη δεκαετία του ’80. 

Το Cinema du Look έδειξε τα πρώτα σημάδια ζωής το 1948 αλλά όπως είπαμε άκμασε κατά το 1980. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιείται από το Γάλλο κριτικό Raphael Bassan σε τεύχος του περιοδικού La Revue  du Cinema, το Μάιο του 1989. 

Μερικοί από τους σκηνοθέτες που στιγμάτισαν με το ταλέντο τους το Σινεμά του Βλέμματος είναι οι Luc Besson και Jean-Jaques Beineix. Η θεματολογία των ταινιών δείχνει τις ανθρώπινες σχέσεις γεμάτες ένταση, αδιέξοδα κι έντονο ερωτισμό. 

Δίνεται έμφαση στο θέαμα κι όχι την αφήγηση γι’ αυτό και πρωταγωνιστούν τα έντονα χρώματα, οι τολμηρές σκηνές και το συχνά γυμνό σώμα. Χαρακτηριστική ταινία του Cinema du Look είναι το “37,2 le matin” (international τίτλος “Betty Blue”). Τη σκηνοθέτησε ο Jean-Jaques Beineix κι η ταινία κατάφερε να φτάσει μέχρι και στις κατηγορίες Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας στα βραβεία Όσκαρ.

Το Σινεμά του Βλέμματος ίσως να μην είχε την απήχηση της Nouvelle Vague στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Όλη αυτή η προσπάθεια για έμφαση στο φαίνεσθαι και το θέαμα μερικές φορές έδινε την αίσθηση στο κοινό ότι χανόταν η ουσία. Ότι τέτοιες ταινίες παρουσιάζουν μια λανθάνουσα κουλτούρα που τελικά καταλήγουν σε ψευτοποιότητα. Όμως ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο οι διάλογοι κι οι έξυπνες ατάκες. Είναι κι οι εικόνες κι οι λεπτομέρειες του κάδρου της σκηνής που μπορούν να φτιάξουν μια ιστορία. 

Γι΄αυτό ίσως το Σινεμά του Βλέμματος είναι τελικά ένας ύμνος στον κινηματογράφο. Παρόλα αυτά, κατάφερε να αναδείξει πρωταγωνιστές που σήμερα θεωρούνται μεγάλα κινηματογραφικά ταλέντα όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και σε όλο τον κόσμο. 

Τέτοια ονόματα είναι ο Jean Reno, ο Gerard Depardieu, η Juliette Binoche αλλά κι Αμερικανοί ηθοποιοί όπως η Natalie Portman.


Φτάνοντας στο σήμερα και βγάζοντας συμπεράσματα

Σήμερα ο γαλλικός κινηματογράφος έχει πάρει ξανά τα πάνω του. Τα πολύ πάνω του θα έλεγε κανείς. Θεωρώ πως σε σχέση με άλλες χώρες που έχουν κι αυτές σημαντική θέση στο χάρτη της παγκόσμιας κινηματογραφικής βιομηχανίας -όπως η Ιταλία κι η Ισπανία-, η Γαλλία είναι η μοναδική χώρα που έχει καταφέρει να διατηρήσει -με μερικά διαλείμματα- την αίγλη της από την εμφάνιση του κινηματογράφου στα εδάφη της μέχρι σήμερα. 

Θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει μέχρι και Hollywood της Ευρώπης! Δημιουργούνται αξιόλογες ταινίες, άλλες με περισσότερο εμπορικό χαρακτήρα κι άλλες που απευθύνονται σε πιο εκλεπτυσμένο σινεφίλ κοινό. Σχετικά με τις πιο εμπορικές, παρατηρείται να έχουν συγκεκριμένους βασικούς πρωταγωνιστές. Αυτή η τακτική πρώτον, θυμίζει λίγο τον ελληνικό κινηματογράφο και δεύτερον, σημαίνει την παρουσία ενός μονοπωλίου όσον αφορά τους ηθοποιούς της γαλλικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. 

Πάντα όμως, είτε οι ταινίες είναι πιο «ψαγμένες» είτε όχι, η γαλλική κουλτούρα πρωταγωνιστεί. Είναι έντονη η παρουσία της ανάδειξης των κοινωνικών αξιών, του πολιτισμού και της εκπαίδευσης, σημεία στα οποία οι Γάλλοι δίνουν μέγιστη σημασία για την εξέλιξη της κοινωνίας τους.

Ο σημερινός γαλλικός κινηματογράφος δεν προσπαθεί να μιμηθεί το Hollywood αλλά έχει χτίσει τη δική του ταυτότητα κι αυτό είναι αξιοθαύμαστο και παράδειγμα προς μίμηση. Δημιούργησε τα δικά του είδη και τα δικά του ρεύματα κι ο κόσμος τα εκτίμησε δεόντως.

Συμπερασματικά, ο γαλλικός κινηματογράφος είναι κάτι
πέρα από την Αμελί -αν κι από τις αγαπημένες μου- και τις ταινίες Αστερίξ κι Οβελίξ. Επομένως, αξίζει κανείς να τον μελετήσει και να τον παρακολουθήσει βάζοντας στην άκρη ενδοιασμούς και προκαταλήψεις για υπερβολική ποιότητα μόνο και μόνο επειδή συγκαταλέγεται στην ευρύτερη «ταμπέλα» του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. 

Αρθρογράφος: Unknown

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου