«Μπαμπα, που πανε αυτα τ' αεροπλανα;»

Οι μνήμες των παιδικών σου χρόνων, παραμένουν ανεξίτηλα γραμμένες στα κατάβαθα του νου σου. Ακόμα και αν τις περισσότερες φορές, χρειάζεται να περάσουν αρκετά χρόνια για να τις ξεδιαλύνεις, να τις βάλεις σε μια σειρά. Ο Κώστας Κουτσαυλής δεκαεπτά χρόνια μετά, προσπαθεί ακόμα, κι ας είναι σίγουρος (πλέον) για το «που στο διάολο πάνε αυτά τα αεροπλάνα».


Στις 24 Μαρτίου του 1999, ΝΑΤΟϊκά αεροπλάνα, με το πρόσχημα της «ανθρωπιστικής βοήθειας» και του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ξεκινούν ένα μπαράζ βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία. Οι επιθέσεις αυτές, διαρκούν περίπου τρεις μήνες. Οι 2.300 πύραυλοι και οι 14.000 βόμβες, άφησαν πίσω τους 2.000 νεκρούς και 200.000 εκτοπισμένους.

Τα παιδιά είναι σαν τα «σφουγγάρια». Απορροφούν κάθε πληροφορία η οποία φτάνει στο εύπλαστο μα δεκτικό μυαλό τους. Γι' αυτό, κάθε γενιά, κάθε άνθρωπος, κουβαλά μαζί του, εφ' όρου ζωής, τις αναμνήσεις του. Δυστυχώς οι καλές είναι σπάνιες, με τις αρνητικές να έχουν σαφώς μεγαλύτερο αντίκτυπο σε κάθε παιδική ψυχή. Κάτι που συνέβη και στον υποφαινόμενο, ο οποίος κάτι μέρες σαν αυτές, δεκαεπτά χρόνια πίσω, έζησε μια πραγματικότητα που πίστευε πως δεν υπήρχε...


Θεωρώ πως ήμουν από τους «προνομιούχους» κατοίκους της πολυκατοικίας μου. Το διαμέρισμα στο οποίο μεγάλωσα, έχει ένα μπαλκόνι που παρά το μικρό μέγεθός του προσέφερε (μέχρι να το κλείσουν όσα κτίστηκαν τριγύρω εν καιρώ) μια ανεπανάληπτη θέα. Τη θέα αυτή λοιπόν, φρόντιζε να την εκμεταλλευτεί στο έπακρο ο πατέρας μου. Δυο καρέκλες, ρέμβασμα και άπειρες ιστορίες για τον κόσμο στον οποίο αργά η γρήγορα, θα συμμετείχα όλο και περισσότερο.

Μια μέρα σαν αυτές που διανύουμε, το μακρινό 1999, το συνηθισμένο τοπίο είχε αλλάξει όψη. Ο καιρός ήταν ανοιξιάτικος, η θάλασσα παρέμενε στη θέση της, όμως προστέθηκε περισσότερη φασαρία. Ο ήχος από τα πολεμικά αεροπλάνα που πετούσαν σχεδόν πάνω από τα κεφάλια μας, ήταν λογικό να προκαλέσει εντύπωση σε ένα πεντάχρονο παιδί.

«Μπαμπά, που πάνε αυτά τα αεροπλάνα;»

Άντε τώρα να εξηγήσεις στο παιδί σου πως γίνεται πόλεμος. Άντε τώρα να του βάλεις να σκεφτεί γιατί γίνεται πόλεμος. Γιατί άνθρωποι έχουν τη δύναμη να σκοτώνουν άλλους ανθρώπους. Κι' όμως, εκείνος, εκμεταλλεύτηκε την ικανότητα του να εξηγεί τα πράγματα απλά και συνάμα κυνικά.

Μου είπε μέσες άκρες για ποιο λόγο οι άνθρωποι πολεμούν, γιατί τα αεροπλάνα μπορούν να βομβαρδίσουν ένα μέρος, ενώ φτιάχτηκαν για να μεταφέρουν τον κόσμο, γιατί πράττουν την αδικία σκοτώνοντας αμάχους, αντί να καταφερθούν ενάντια στον αντίπαλο στρατό. Εγώ απλά τον παρακολουθούσα με ανοιχτό το στόμα, «πυροβολώντας» τον με ερωτήσεις, σχετικές και άσχετες. Εκείνος απλά απαντούσε.

Μου είχε κάνει μάλιστα τρομερή εντύπωση πως αντιμετώπιζε αυτό το σκηνικό σαν κάτι που είχε ξαναδεί. Δεν φαινόταν να του κάνει εντύπωση, ούτε να τρομάζει. Σχεδόν μια εικοσαετία αργότερα τον καταλαβαίνω απόλυτα. Μετά το Βελιγράδι, έζησα το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, τη Γεωργία, ενώ καθημερινά έφταναν (και φτάνουν) στ' αυτιά μου οι απολογισμοί των νεκρών στη Μέση Ανατολή. Σχεδόν είχα συνηθίσει και εγώ...


Η συνέχεια εξελίχθηκε λίγο παράξενα για εμένα. Η τηλεόραση πλέον δεν έπαιζε τόσο τις βιντεοκασέτες με τα παιδικά, αλλά τις ειδήσεις που μετέφεραν τις εξελίξεις από το Βελιγράδι. Θυμάμαι σχεδόν τα πάντα από εκείνες τις μέρες...

Τις νυχτερινές εικόνες των βομβαρδισμών που μετέδιδε η ΕΡΤ, τις δηλώσεις των ξεσπιτωμένων Σέρβων, οι οποίοι αντιμετώπισαν με τόσο θάρρος και κουράγιο αυτή την καταστροφή, το πρωτοσέλιδο της Ελευθεροτυπίας που απεικόνιζε τις τερατογεννέσεις παιδιών λόγω του απεμπλουτισμένου ουρανίου, τη συναυλία αλληλεγγύης στην Πλατεία Συντάγματος, την κατάρρευση του πύργου ραδιοτηλεόρασης της Σερβίας, το φιλικό της ΑΕΚ με την Παρτιζάν, το «μπλόκο» του ΚΚΕ στα τανκς που πήγαιναν προς τη Σερβία...

Οι γονείς μου εκείνη την περίοδο ήταν απλά «παθητικοί» αποδέκτες των ερωτήσεών μου. Αυτό, ήταν και το μεγαλύτερό τους προτέρημα. Είχαν τη δυνατότητα και την υπομονή να περιμένουν από εμένα να ερευνήσω και να σκαλίσω πράγματα (ακόμα κι αν δεν ήμουν στην κατάλληλη ηλικία) διαλευκάνοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οποιαδήποτε ερώτησή μου. Όσο τους είμαι ευγνώμων γι αυτή τους την αντιμετώπιση, άλλο τόσο τους «κατηγορώ» με τη σειρά μου, γιατί δεν «προστάτευσαν» ένα παιδί το οποίο μεγάλωσε πριν την ώρα του βλέποντας σε ζωντανή μετάδοση αυτή την τραγωδία. Ίσως όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν καλύτερα έτσι.

Κάτι μέρες λοιπόν σαν και σήμερα, κάθε χρόνο, κάτι με πιάνει βαθιά μέσα μου. Πιστεύω πως θα με πιάνει μέχρι να ξεκουτιάνω εντελώς στα γεράματα και η μνήμη μου να με εγκαταλείψει. Η βουή των αεροπλάνων που πηγαίναν προς το Κόσοβο, το κλάμα των ανθρώπων στη Σερβία, οι διαδηλώσεις ενάντια στο ΝΑΤΟ, το φιλικό της ΑΕΚ, η κατάρρευση του πύργου της Ραδιοτηλεόρασης σε ζωντανή μετάδοση, το κουράγιο των ανθρώπων.

Ο πόλεμος είναι ίσως η τραγικότερη μορφή έκφρασης της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Όποιος τον ζήσει, ενεργητικά ή παθητικά, όπως τον έζησαν εκατομμύρια Έλληνες τότε, δεν μπορεί παρά να του αφήσει τα δικά του κουσούρια, τις δικές του μνήμες. Ο πόλεμος σε κάνει κυνικό, κοφτό. Το μόνο που μπορείς να κάνεις εσύ, ως μονάδα, είναι να βρεις τρόπους να αντιμετωπίσεις την κατάσταση, πράγμα πιο εύκολο αν δεν σε επηρεάζει άμεσα.


Όπως έκανε ο πατέρας μου. Όταν, στα μέσα Απρίλη, τα αεροπλάνα που περνούσαν από πάνω μας πλήθυναν, εκείνος βρήκε την ευκαιρία να μετατρέψει την εικόνα αυτή σε παιχνίδι. Όποιος λοιπόν έβλεπε πρώτος το επόμενο αεροπλάνο που περνούσε, θα κέρδιζε έναν βαθμό. Ο «νικητής» θα έτρωγε τα περισσότερα κουλουράκια το βράδυ. Τώρα που το σκέφτομαι γελάω με την καρδιά μου. Όμως, τι να έκανε και αυτός; Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει...


Δεκαεπτά χρόνια μετά, στα εικοσιδύο μου, μπορώ να πω πως η περίοδος εκείνη μου άφησε ένα μεγάλο απωθημένο. Ακόμα δεν έχει τύχει να επισκεφθώ κάποια χώρα του εξωτερικού, όμως έχω βάλει στόχο πως το «ποδαρικό» θα το κάνω (πρώτα ο θεός) στη Σερβία. Θες λόγω μνημών, θες λόγω ενός ιδιαίτερου δεσίματος που νιώθω με αυτόν τον λαό βλέποντας τα όσα πέρασε; Η ιστορία θα το απαντήσει...

Για το μόνο πράγμα που είμαι (δυστυχώς) σίγουρος είναι πως θα βρεθώ και εγώ στη θέση του πατέρα μου, όσο ο κόσμος κινείται γύρω από τις συγκεκριμένες αξίες. Τουλάχιστον, μακάρι να μπορέσω και εγώ να εξασφαλίσω ένα μπαλκόνι με θέα, ώστε να μπορέσει το δικό μου παιδί να δει όσα εγώ μπόρεσα να δω. Εγώ, όσο κι αν κομπάσω θα είμαι εκεί να του εξηγήσω ο,τι θέλει. Όπως ο πατέρας μου...

Αρθρογράφος: Kώστας Κουτσαυλής

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου