Ζεις σε ομαδες, πεθαινεις μονος

Πνίγεσαι. Όχι ομαδικά, όχι μαζί με τους άλλους 20. Τελείως μόνος. Ασφυκτιάς και δεν προλαβαίνεις καν να σκεφτείς γιατί. «Γιατί, ρε φίλε, πεθαίνω έτσι; Πώς η έκστασή μου μετατράπηκε σε θάνατο; Γιατί, πλέον, δεν νιώθω ότι ανήκω κάπου; Γιατί…». Γράφει ο Μπάμπης Λάμπρου.




Είναι αυτή η ακατάσχετη, η ατέρμονη, η πηγαία επιθυμία να εντάσσεσαι σε ομάδες όλων των ειδών. Αθλητικές/οπαδικές, πολιτικές και φυσικά κοινωνικές. Ακόμη κι αν δεν το κάνεις εκούσια, συμβαίνει αυτόματα, έτσι όπως έχει δομηθεί η καθημερινότητα. 

«Αν δεν είσαι μαζί μας, είσαι με τους άλλους». Αυτοί οι «άλλοι». Ο πραγματικός λόγος της ύπαρξης των ομάδων. Η αντιπαράθεση. Υποτίθεται ότι όλα έχουν φτιαχτεί για λόγους αγάπης. Ένα υπέροχο ψέμα. Ονομάζουμε το μίσος, «αγάπη» και αυταπατόμαστε ότι γινόμαστε «ένα» με κάποιους ανθρώπους, τη στιγμή που ήδη έχουμε πέσει στην παγίδα και χωριζόμαστε περισσότερο ακόμη και από τους ίδιους μας τους εαυτούς. Απαρνούμαστε την προσωπικότητά μας για χάρη του συνόλου. Που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν μας προσφέρει τίποτα άλλο, παρά ικανοποίηση των συμπλεγμάτων μας ή μία διαχείριση του φόβου και της προκατάληψής μας.

Δεν λέω ότι έτσι ένιωθαν οι 21 της Θύρας 7 (τι ειρωνεία κι αυτή με τους αριθμούς, σε αγώνα Ολυμπιακού-ΑΕΚ…), έτσι νιώθω εγώ. Εγώ που δεν έζησα εκείνη την τραγωδία, που δεν πρόλαβα να χαρώ εκείνη την εποχή. Κι αυτό με κάνει να θέλω να πιστεύω ότι τότε τα πράγματα ήταν πολύ πιο ρομαντικά. Τότε υπήρχε νόημα να ενταχθείς σε μία ομάδα, ειδικά στον αθλητισμό. Να πανηγυρίσεις μαζί της, να αισθανθείς τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλέσει αυτό το υπέροχο -κατά τ’ άλλα- χόμπι. Ο άκρατος ενθουσιασμός μίας «εξάρας» για τους 20 (ή 19 κατά άλλους), η απογοήτευση και η στενοχώρια μίας βαριάς ήττας για τον έναν (ή δύο, δεν έχει σημασία, το άθροισμα είναι το ίδιο). Συναισθήματα. Κανονικά. Αυθεντικά. Για την ομάδα, όχι για την εταιρεία, όχι για το παιχνίδι των συμφερόντων.

Είσαι μέσα σε μια θύρα, εκεί σε βάλανε, εκεί μπήκες. Ως μέλος της ομάδας. Αλλά όταν το ματς φτάνει προς το τέλος του, κάτι σε πιάνει. Η έκσταση σε κάνει να πιστεύεις ότι ΕΣΥ πέτυχες κάτι σπουδαίο, μέσω ορισμένων ποδοσφαιριστών με φανελάκια και σορτσάκια. Και αυτό είναι προσωπικό. Προσωπική υπόθεση, όχι ομαδική. Κοινώς, δεν σε χωράει ο τόπος. Θες να φύγεις, να ξεχυθείς στην ελευθερία που δίνει ο ανοιχτός χώρος έναντι μίας στενής εξέδρας. Να χαρείς για την πάρτη σου. Το αξίζεις. Άλλες φορές παίρνεις στενοχώριες από αυτό, στις χαρές θες να ξεσπάσεις.

Και κάνεις μεταβολή στο χορτάρι. Είναι λες και κάτι σε καλεί από την άλλη πλευρά της πόρτας. Διάολε, δεν ξέρεις ότι υπάρχουν δύο πλευρές. Νομίζεις ότι όλα είναι «ένα», εκείνη τη στιγμή. Δεν φαντάζεσαι ότι υπάρχει κάτι να σε χωρίζει, από όλα αυτά που ετοιμάζεσαι να βιώσεις. Μία γαμημένη σιδερένια πόρτα. Τόσο μικρή όσο το σκέφτεσαι, τόσο άυλη μπροστά σε αυτά που σε έχουν πλημμυρίσει. Μα και τόσο τραγικά αληθινή, 100% υλική.

Η στιγμή που όλα αλλάζουν. Η στιγμή που ακροβατείς μεταξύ της ατομικότητας και της συλλογικότητας. «Είναι πολύ ωραία εδώ με τα παιδιά, αλλά θέλω να βγω έξω να χοροπηδήξω, να φωνάξω και να ακούσω τη δική μου φωνή, όχι των άλλων, να χαρώ για μένα». «Ένας τελευταίος συνωστισμός και μετά… Χαμός θα γίνει μετά», σκέφτεσαι. Πού να ‘ξέρες…

Δεν μπορείς να δεις μπροστά σου, αλλά καταλαβαίνεις πως ό,τι σκεφτόσουν εσύ, το σκέφτονται κι άλλοι. Δεν βλέπεις στα δύο μέτρα, αλλά αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά. Κι εκεί που προσπαθείς να βάλεις το μυαλό σου σε μία διαδικασία αντίρροπη από το φυσιολογικό, ξαφνικά βρίσκεσαι στο έδαφος.

Δεν πρόλαβες να ξεφύγεις. Όχι κυριολεκτικά. Ή μάλλον και κυριολεκτικά. Αλλά και πνευματικά. Δεν πρόλαβες να αλλάξεις λογισμικό στο κεφάλι σου. Τόσο μεγάλη διαδικασία. Από τη συλλογική χαρά, στην προσωπική και μετά η τραγωδία. Ξανά με την ίδια σειρά. Αρχικά, ομαδικά.

Άλλα όσο περνάει η ώρα, όσο περισσότεροι περνούν από πάνω σου, τόσο μόνος μένεις. Έζησες μαζί τους τις τελευταίες δύο, τρεις, τέσσερις ώρες. Μια παρέα τραγουδούσατε, παθιαζόσασταν, βρίζατε. Και τώρα… Τώρα μόνος. Δεν ξέρεις αν είσαι θύμα ή θύτης. Εσύ είσαι που πατάς επί πτωμάτων (βλέπεις, δεν μπορείς να πετάξεις, κάπου πρέπει να πατήσεις) ή μήπως… Όχι, εσύ είσαι από κάτω. Ξαφνικά. Από την κορυφή του κόσμου, στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο νομίζεις ότι σε καταπίνει το τσιμέντο. Νομίζεις ή έτσι όντως είναι; «Ένα όνειρο που εξελίχθηκε σε εφιάλτη, κάποιο είδος χοντροκομμένης πλάκας, ας με ξυπνήσει κάποιος»… 

Πάντως, το σίγουρο είναι ότι είσαι τόσο μα τόσο μόνος. Πνίγεσαι. Όχι ομαδικά, όχι μαζί με τους άλλους 20. Τελείως μόνος. Ασφυκτιάς και δεν προλαβαίνεις καν να σκεφτείς γιατί. «Γιατί, ρε φίλε, πεθαίνω έτσι; Πώς η έκστασή μου μετατράπηκε σε θάνατο; Γιατί, πλέον, δεν νιώθω ότι ανήκω κάπου; Γιατί…». 

Αρθρογράφος: Unknown

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου