Θελω να γυρισω στα παλια εδω και τωρα

Τα παιδικά μας χρόνια είναι αυτά που θα νοσταλγούμε για πάντα. Γιατί; Πολύ απλά γιατί ήμασταν ο εαυτός μας και δεν μας ένοιαζε να γίνουμε κάτι άλλο. Γράφει η Ανδριάνα Βούτου.


Θυμάμαι όταν ήμουνα παιδί είχα ένα ποδηλατάκι. Το καβαλούσα και πήγαινα πάνω κάτω το δρόμο της γειτονιάς. Μετά μου αγόρασε ο μπαμπάς μου ένα πατίνι. Πόσες τούμπες έχω να θυμάμαι από την ασημένια μου αστραπή, όπως το είχα βαφτίσει. Μια μπάλα ποδοσφαίρου ήταν ικανή να με κρατήσει στην αυλή ώρες με τα παιδιά της γειτονιάς. Και σαν πως παίζαμε ποδόσφαιρο; Σημαδεύαμε το αυτοκίνητο του κυρ- Νιόνιου και κερδίζαμε χαχανητά. 

Μετά έρχονται στο μυαλό αυτές οι κούκλες που τις σκορπίζαμε στην αυλή τις μέρες που έβρεχε. Μια Barbie, ένας Action Man κι ένα κουκλόσπιτο με όλα τα καλούδια. Μια ώρα παίδεμα για το στήσιμο του σπιτικού της ξανθιάς φίλης και του six pack φίλου μας για να δώσουν απλά ένα φιλί στην εξώπορτα. Ούτε καν στην κρεβατοκάμαρα. Οι μαρκαδόροι δε, πως να ξεχάσω τα λευκά καπάκια τους που πάντα έχανα λες κι υπήρχε μέσα στο σπίτι ένα τέρας που τρεφόταν αποκλειστικά με καπάκια μαρκαδόρων; Αχ αυτοί οι μαρκαδόροι που έβαφαν χαρτιά, χαλιά, τοίχους και καναπέδες. Τι έχουν τραβήξει κι αυτές οι μαμάδες!

Και τώρα το πιο σημαντικό όλων. Αυτό που δε γίνεται να ξεχάσω όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα σπιτικά κι αν αλλάξω, είναι το μικρό ραδιοφωνάκι της αδελφής μου. Εκείνο το θαύμα της φύσης που μας κρατούσε συντροφιά όλα τα βράδια, χειμώνα καλοκαίρι. Τεσσάρων χρονών ήξερα ήδη απ'έξω κι ανακατωτά το τραγούδι του Τιτανικού κι άλλα τόσα μικρά άσματα που έβγαιναν από τα ηχεία του μικρού ραδιοφώνου. Όλοι εξάλλου, πίστευαν στο σπίτι πως τα μαθαίνω στον ύπνο μου. Ίσως και να ήταν αλήθεια, αν και δεν έπιασε το ίδιο κόλπο στις Πανελλήνιες με το μάθημα της ιστορίας. 

Αχ, αυτά τα ωραία παιδικά χρόνια. Μια αθωότητα, δυο μάτια όλο ανυπομονησία για την επόμενη περιπέτεια, ένα μυαλό με άπειρα ''γιατί'' και χτυπημένα γόνατα από τα χαλίκια της αλάνας. Τα παιδικά χρόνια είναι τα πιο νοσταλγικά. Ήταν εκείνα τα χρόνια που είχες ένα ζευγάρι παπούτσια μέχρι να ανοίξουν τρύπες στη σόλα του αλλά ποιος νοιαζόταν; Ήταν τότε που δεν μετρούσε η μάρκα των ρούχων σου, η κοινωνική τάξη σου ή τα μηδενικά στον τραπεζικό σου λογαριασμό. 

Ήταν τότε που νόμιζες πως ο μπαμπάς σου πληρωνόταν σε μπουκάλια γάλα και που δεν είχες ακούσει ποτέ τη λέξη λογαριασμός της ΔΕΗ. Ήταν αυτά τα χρόνια που ο Γιώργος, ο γιος του ψαρά έπαιζε στο σκαλοπατάκι της κυράς Μαρίας με την Γιώτα, την κόρη του γιατρού και κάνεις από τους δυο δεν είχε φανταστεί πως λίγο αργότερα, όχι πολλά χρόνια μετά η Γιώτα θα σνόμπαρε τον Γιώργο κι εκείνος θα φώναζε για τα ''φακελάκια'' του μπαμπά της και τον καπιταλισμό που κατέστρεψε την ανθρωπότητα. 

Θέλω να γυρίσω στα παλιά εδώ και τώρα. Θέλω τη παλιά μου γειτονιά όπου ακόμα ζούσε η κυρά Κάκια κι ο κυρ-Νιόνιος κι εγώ ήμουν ένα ξανθό, μικρόσωμο παιδάκι που όλοι φώναζαν αγοροκόριτσο. Θέλω να γυρίσω να σε δω, μικρέ μου εαυτέ, να με δεις κι εσύ. Να δεις πως κατάντησα με τα πολλά ζευγάρια παπούτσια γνωρίζοντας πια πως οι κοινωνικές τάξεις δεν ''πρέπει'' να ανακατεύονται. Θέλω να γυρίσω να σε δω, παιδικέ μου εαυτέ, να ξαναβρω την αθωότητα που έχασα. Ένα βράδυ είναι αρκετό...

Κι όταν ανακαλύψουμε μια μέρα την χρονομηχανή, εγώ θα ταξιδέψω ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ της παιδικής μου ηλικίας που νόμιζα πως είχα δει τον Άγιο Βασίλη κι έπαιζα πιάνο τραγουδώντας πριν κοιμηθώ. Πριν ανοίξω το μικρό ραδιοφωνάκι και με πάρει ο ύπνος γλυκά με την αδελφή μου στο διπλανό κρεβάτι. 


Αρθρογράφος: Ανδριάνα Βούτου

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου