Καθε χειμωνα εσενα περιμενω

Οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου ξεκίνησαν, ο χειμώνας έρχεται με ρυθμούς... γοργούς και το δικό μου, κατασκηνωτικό, μυαλό σκέφτεται το καλοκαίρι που έρχεται. Γράφει στο Mix This ο Κώστας Τάτσης.


Συνηθίζω να γράφω για την κατασκήνωση μετά από το τέλος μιας περιόδου. Για να βγάλω προς τα έξω αυτά που έζησα. Να τα μοιραστώ με τον κόσμο. Να καταλάβουν όλοι τι περνάμε μέσα στο «σπίτι μας». Αυτή τη φορά όμως κι επειδή η κατασκήνωση είναι κάτι διαχρονικό και έμμονη ιδέα, τουλάχιστον για μένα, θα... ξετυλίξω το «κουβάρι» των σκέψεών μου και σήμερα, ένα «βροχερό του φθινοπώρου... βράδυ».

Διάβασα τις προάλλες ένα εξαιρετικό και συνάμα «από καρδιάς» άρθρο για τις κατασκηνώσεις. Η αλήθεια είναι πως εμείς οι «ΤΥΠΕΤικοί» του Διονύσου, της Λούτσας και της Χαλκιδικής την κατασκήνωση την έχουμε συνηθίσει αλλιώς. Τα προγράμματα, οι συνήθειες και τα δεδομένα, αλλάζουν. Ένα πράγμα όμως παραμένει ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις και όλους τους... τύπους κατασκηνωτών. Η αγάπη. Ναι, αυτό. Μεγάλη κουβέντα με λίγα γράμματα και ακόμη μεγαλύτερο νόημα.

Είναι μεγάλη –κατασκηνωτική- αλήθεια, πως σε τέτοιους χώρους θα κάνεις φίλους που έξω, όσο κι αν ψάξεις, δεν θα βρεις. Και αυτό γιατί, όταν βρίσκεσαι μέσα σε ένα μέρος για 22 μέρες, αποκομμένος από τον έξω κόσμο, ο διπλανός σου σε βλέπει σε όλες τις «φάσεις» σου. Από το «βάναυσο» πρωινό ξύπνημα στις 08:20, μέχρι τον πανηγυρισμό μιας νίκης ή και τα στενοχώρια μιας... χυλόπιτας. (Μεγάλη κατασκηνωτική αλήθεια: όλοι μας έχουμε «φάει», ως παιδιά, έστω μία χυλόπιτα προσπαθώντας να... προσεγγίσουμε το πρόσωπο που μας αρέσει -μέσα- στην κατασκήνωση).

Σε βλέπει επίσης ντυμένο πρόχειρα γιατί «σιγά μωρέ, εδώ μέσα ποιος θα μου πει γιατί φοράω σκισμένο παντελόνι;». Σε βλέπει να κλαις σε μια ήττα της ομάδας σου, ακόμη και αν η νίκη δεν σου χάριζε κάποιον τίτλο. Σε βλέπει να χαμογελάς. Σε κάθε όμορφη στιγμή. Σε κάθε άσχημη, που εσύ κατάφερες να κάνεις όμορφη γιατί «στην κατασκήνωση κλαίμε μόνο την τελευταία μέρα, αυτή του αποχωρισμού».

Πολλοί δεν καταλαβαίνουν. Με ρωτούν γιατί πάω ακόμη κατασκήνωση. Με ρωτούν γιατί παίρνω άδεια κάθε χρόνο για τον ίδιο λόγο και δεν την «ξοδεύω» πηγαίνοντας σε ένα νησί. Σε όλους μας -εμάς τους μεγάλους και... ξενέρωτους- θαρρώ το έχουν πει. Αφήστε τους, δεν ξέρουν. Δεν έζησαν μέσα στον... μικρόκοσμό μας. Δεν πρόκειται να ζήσουν και δεν πρόκειται να μας καταλάβουν ποτέ.

Είμαι 24 και κάθε καλοκαίρι έχω την όρεξη και την τρέλα που είχα στα 18 μου. Μεγαλώνω. Πρέπει να είμαι ώριμος και σοβαρός. Μετά σκέφτομαι όλες τις «λολανιές» (που λένε και στο χωριό μου) που έχω κάνει στην πλατεία του Διονύσου μαζί με τα φιλαράκια μου. Σκέφτομαι πόσες ακόμη θα κάνω. Σκέφτομαι τα μεσημεριανά στην τραπεζαρία. Εκεί που η δημιουργία κλίματος ζει και βασιλεύει και τα κοντέρ... σπάνε! Γελάω δυνατά και λέω στον εαυτό μου «να μεγαλώσω; Μακριά από μας!».

Το φθινόπωρο ήρθε κι αισίως. Έπεσαν οι πρώτες βροχές. Μύρισε το χώμα. Ο χειμώνας είναι κοντά, όσο κι αν δεν θέλουν κάποιοι να το πιστέψουν. Και μετά; Καυτές σοκολάτες, κουβέρτες, ζέστη από το τζάκι ή το καλοριφέρ, τηλεόραση, ταινίες, σχολεία, πανεπιστήμια, δουλειά, νεύρα, άγχος, κούραση. Και όλα αυτά γιατί, ξέρετε;

Για τα πρώτα reunion με τους κατασκηνωτικούς μας φίλους. Για όλες τις συζητήσεις που θα γίνουν σε σπίτια με κιθάρες –Παύλε ετοιμάσου- ή σε μαγαζιά με τη μουσική στο τέρμα. Για την πρώτη μέρα που θα πατήσουμε στην κατασκήνωση. Για τις αγκαλιές που θα πάρουμε από τους φίλους μας. Για το χαμόγελο των παιδιών που θα μπουν μέσα με όρεξη για τρέλες. Για τα... μπέργκερ με το ίχνος κέτσαπ (αν δεν μιλούσα για φαΐ, θα έσκαγα) και για τα εκλέρ που φέτος δεν φάγαμε (ζαχαροπλάστη ξηγήσου). Για τους μεσημεριανούς ύπνους. Για τα πειράγματα, τα σκετς, τα τραγούδια και τις πλατείες. Τέλος, για το δάκρυ της τελευταίας μέρας. Για όλα τα «πέρασα τέλεια φέτος, ευχαριστώ». Για όλα τα «ελπίζω να σε δω κάπου έξω». Για όλες τις «τελευταίες φορές» του... κόσμου!

Ο χειμώνας δεν αρέσει σε όλους. Άλλοι αρρωσταίνουν, άλλοι μελαγχολούν, άλλοι πνίγονται στη δουλειά και δεν έχουν ελεύθερο χρόνο. Μα κάθε χειμώνα, όλοι εμείς, οι κατασκηνωτικοί, έχουμε κάτι κοινό. Κάτι που μας κάνει να ξεχνάμε το κρύο και τις γρίπες. Κάτι που μας κάνει να χαμογελάμε βλέποντας τις... ντουλάπες του σπιτιού μας. Η ιδέα πως το καλοκαίρι θα «σμίξουμε κι άλλη φορά» σε ακόμη μία «τελευταία χρονιά», πάντα «κάτω από του πεύκου τη σκιά». Προσμονή το λένε και είναι ωραίο πράγμα. Καληνύχτα κατασκήνωση...

ΥΓ: Το κείμενο είναι αφιερωμένο στον κύριο Γιάννη, του οποίου το κλάμα την προτελευταία μέρα της Β' Διονύσου ήταν η αφορμή που... έψαχνα για να γράψω -ξανά- για τη «ζωή που δεν τη νιώθει, όποιος δεν έζησε μαζί μας».

photo: Νικόλας Προβελέγγιος

Αρθρογράφος: Unknown

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου