Πόσες φορές έχετε χάσει κάτι και τελικά το βρίσκετε με μία μόνο υπόδειξη της μητέρας σας; Πόσες φορές έχετε αψηφήσει τις συμβουλές της και τελικά «φάγατε» το κεφάλι σας; Γράφει στο Mix This ο Κώστας Τάτσης.
Η ώρα κοντεύει 01:30 κι εγώ ακούω Simply Red. Καλά ως εδώ. Η έμπνευση είναι κάτι που έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις. Από οτιδήποτε κινείται ή υπάρχει. Ωραία; Έξοχα! Πάμε λοιπόν στο θέμα μας. Πόσες φορές έχετε χάσει κάτι και τελικά το βρίσκετε με μία μόνο υπόδειξη της μητέρας σας; Ας ξεκινήσουμε χωρίς να χρονοτριβούμε.
«Στο δεύτερο συρτάρι»
Είναι μεσημέρι κι εσύ ντύνεσαι γρήγορα για να πας στη δουλειά, ή για καφέ, ή για ένα φαγητό βρε αδερφέ. Προσπαθείς μάταια να βρεις το αγαπημένο σου πουκάμισο, ή το πουά (γιατί έτσι) φόρεμα που τόσο σου ταιριάζει. Κι εκεί που βρίσκεσαι σε σημείο να βάλεις τα κλάματα, κάνεις τη σωστή κίνηση. Φωνάζεις «μαμάαααα» και πριν προλάβεις να αρθρώσεις δεύτερη λέξη, παίρνεις την απάντηση που ζητάς «στο δεύτερο συρτάρι». Ξαφνικά, κι ενώ έχεις ήδη ψάξει το συρτάρι 19 φορές, βρίσκεις αυτό που ήθελες, εκεί που ακριβώς κοιτούσες επί μισή ώρα. Πουτανιά;
«Την άρπαξες;»
Άλλο ένα προσόν μιας μητέρας. Έχεις μόλις ξυπνήσει και δεν έχεις προλάβει να πιεις καφέ. Εκεί που κάθεσαι στον πάγκο της κουζίνας, προσπαθώντας να ξεχωρίσεις το κουτάλι από το πιρούνι και τον ελληνικό από τον φραπέ, φτερνίζεσαι δύο ή τρεις φορές. Δεν έχει σημασία αν είναι καλοκαίρι, ή χειμώνας. Μετά τα απανωτά «αψού» ακούγεται η γνωστή φωνή. «Την άρπαξες;». ΩΠ! Μάγκισσες και μάγκες, ατυχήσατε. Άπαξ και μια μάνα πει αυτή τη φράση, το πολύ σε μισή ώρα έχετε σηκώσει 41 πυρετό και είστε του θανατά. Γι’ αυτό λοιπόν, να ξέρετε πως η μητέρα σας μπορεί να σας αγαπάει, αλλά με μία της φράση σας κάνει και αρρωσταίνετε. ΝΟΜΟΣ.
«Πάρε ομπρέλα, θα βρέξει»
Ο ουρανός είναι καταγάλανος. Το βράδυ της προηγούμενης ημέρας, ο Τάσος ο Αρνιακός. που λέει τον καιρό στον ΑΝΤ1, προτού πει «να έχετε ένα όμορφο βράδυ», κάνοντας τη γνωστή υπόκλιση, έχει αποκαλύψει πως «αύριο σε όλη τη χώρα προβλέπεται ηλιοφάνεια με αραιές νεφώσεις και η θερμοκρασία θα κυμανθεί από 26 έως 34 βαθμούς Κελσίου». Ετοιμάζεσαι να πας κάπου. Δεν έχει σημασία το μέρος. Πριν φύγεις, η μητέρα μετεωρολόγος πετάει τη δική της εκδοχή του καιρού. «Πάρε την ομπρέλα σου, θα βρέξει». Εσύ, γελάς σαν πειρατής ή σαν τον Σωκράτη Κόκκαλη και προφανώς δεν κάνεις καν την κίνηση να την βάλεις μέσα στην τσάντα σου. Αποτέλεσμα; Κατακλυσμός με το που φτάσεις στον προορισμό σου.
«Μην τα φας τα μακαρόνια, έχουν ξινίσει»
Είναι Σάββατο βράδυ και έχεις βγει για χαλαρό ποτάκι με την παρέα. Οκ, περνάει η ώρα, το ποτάκι γίνεται μπουκάλι κι εσύ μεθάς και συμπεριφέρεσαι σαν τον Κατακουζηνό στο επεισόδιο με τη θεία Μάρω, που κάνει και νόστιμη βυσσινάδα. Γυρίζεις στο σπίτι «ζάντα». Η μητέρα σου δεν κοιμάται. Έχει αγχωθεί που έχεις αργήσει και μόλις μπαίνεις μέσα σε κοιτάζει δήθεν μουτρωμένη. Πεινάς σαν λύκος και ετοιμάζεσαι να τσακίσεις τη χθεσινή μακαρονάδα, που έχεις φτιάξει με τα ίδια σου τα χεράκια. Η μάνα προειδοποιεί. «Μην τα φας τα μακαρόνια, έχουν ξινίσει». Από αυτή τη φράση δεν καταλαβαίνεις Χριστό και κάθεσαι να φας, δίχως ίχνος φόβου, τα μακαρόνια. Όπως είναι φυσιολογικό κι επειδή εκείνη έχει πάντα δίκιο, τα μακαρόνια έχουν χαλάσει κι εσένα σε πάει σερπαντίνα μέχρι να ανατείλει ο ήλιος.
«Αυτή/ός δεν κάνει για σένα»
Βρίσκεσαι σε μια φάση... ψαξίματος σε όλους τους τομείς. Δουλειά βρίσκεις, ελεύθερο χρόνο βρίσκεις. Τι σου μένει; Ένας/μία σύντροφος. Ε λοιπόν, σε μια κοινωνία αλλιώτικη, που ο τροχός γυρίζει και γαμάνε και οι φτωχοί, βρίσκεις και το έτερόν σου ήμισυ. Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζες. «Μαμά, θέλω να σου γνωρίσω τη σχέση μου». Και να σου τα φιλιά. Και να σου τα «τι θα πιεις». Και να σου τα «από πού είσαι». Τελειώνει η βραδιά με άφθονο γέλιο. Φεύγει το πρόσωπο από το σπίτι. «Αυτή/ός δεν κάνει για σένα διότι...», λέει ξαφνικά η μητέρα και η φράση της αυτή πέφτει σαν βόμβα μέσα στ’ αυτιά σου. Εσύ λοιπόν τι κάνεις; Την ακούς ή συνεχίζεις; Προφανώς, επειδή ΝΟΜΙΖΕΙΣ πως ξέρεις περισσότερα, συνεχίζεις. Έτσι, αυτή/ός σε παρατάει για άλλον/η κι εσύ κλαις με μαύρο δάκρυ, ενώ η μάνα σου χορεύει μακαρένα κλεισμένη στο WC.
«Μα τι όμορφο παιδί που έχω»
Είσαι χάλια ψυχολογικά, λόγω και της... από πάνω περίπτωσης. Τίποτα δεν μπορεί να σε γλυκάνει. Ούτε καν το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς σου, με τους λαχταριστούς «μπαμπάδες» του. Τι συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση; Σωστά μαντέψατε. Έρχεται η μητέρα-superwoman και σε ντοπάρει ψυχολογικά με λόγια φοβερά και τρομερά. «Μα τι όμορφο παιδί έχω εγώ», αρχίζει και προσθέτει: «θα βρεις άλλη/ον μωρέ, μην σκας». Ύστερα από αρκετές προσπάθειες, όλες οι μανάδες λένε τη φράση που τελικά σε κάνει να νιώσεις τέλεια, αφού υποστηρίζουν πως «έχεις αδυνατίσει τώρα τελευταία, μπράβο». Καλά, εντάξει, όλες οι μανάδες το λένε, εκτός από τη δική μου που φωνάζει συνεχώς «έχεις γίνει σαν βόιδι (έτσι ακριβώς) και σε λίγο δεν θα χωράς από την πόρτα». Αλλά οκ, δεν πτοούμαι. Τρώω σαν τον Θανάση Βέγγο στην διαφήμιση για την μακαρονάδα. Ακμαίος λέμε.
«Πάρε λεφτά μαζί σου, ποτέ δεν ξέρεις»
Έχεις κανονίσει να πας σινεμά με φίλους. Παίρνεις τα απαραίτητα και ελάχιστα ευρώ μαζί σου, μήπως διψάσεις και θελήσεις κάποιο αναψυκτικό (είσαι τζαμπατζής και τρως ποπ κορν από τον διπλανό). Η μητέρα σου σού φωνάζει πριν περάσεις το κατώφλι της πόρτας: «Πάρε λεφτά μαζί σου, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σου χρειαστούν». Εσύ φυσικά απαντάς πως «σιγά ρε μάνα, στο σινεμά θα πάω, τι λεφτά να χρειαστώ». Χα! Ανόητε! Δεν τα πήρες τα λεφτά; Κακό του κεφαλιού σου. Η βραδιά κυλάει ομαλά, η ταινία τελειώνει, η παρέα σε πρήζει να πάτε έναν περίπατο (εποχές ΠΑΣΟΚ) και τελικά χάνεις το τελευταίο λεωφορείο. Λεφτά για ταξί; Ας άκουγες τη συμβουλή της μαμάς σου. Τώρα, πάρε το τραμ το δύο (πόδια) και φτάσε στο σπίτι ιδρωμένος, λες και έτρεχες στον μαραθώνιο.
«Με ασιδέρωτη μπλούζα βγαίνεις έξω;»
Προσπαθείς να το παίξεις άνετος και λάιτ. Ετοιμάζεσαι να «καφεδάρεις« με τους κολλητούς και αποφασίζεις να φορέσεις την μπλούζα τη μαύρη, που σου κόβει και 5 κιλά. Αυτή δυστυχώς είναι ασιδέρωτη, αλλά χέστηκες. Τη φοράς (εγώ κάθομαι και λίγο πάνω της και μετά από 4 λεπτά φαίνεται σαν φρεσκοσιδερωμένη). Πας να φύγεις και τσουπ: «με ασιδέρωτη μπλούζα θα βγεις έξω; Θα λένε πως δεν σε ντύνει η μάνα σου». «Καλά καλά», ψελίζεις και φεύγεις. Στο δρόμο, μόνο και μόνο επειδή σε προειδοποίησε η μητέρα σου, βλέπεις πρώην σχέσεις σου, θείες φαρμακόγλωσσες, την κυρία Ελπινίκη που είναι πιο κουτσομπόλα και από την κυρά παπαδιά στο «Καφέ της Χαράς» και ένα σωρό άλλους, οι οποίοι ΕΝΤΕΛΩΣ ΤΥΧΑΙΑ προσέχουν πως «έχει τσαλακωθεί λίγο η μπλούζα σου». Φακ!
«Θέλεις να σου δώσω 500 ευρώ;»
Εντάξει, είπαμε. Καμία μάνα δεν το λέει αυτό και για κανέναν λόγο.
Για όλους τους παραπάνω λόγους και για άλλους τόσους που σίγουρα θα υπάρχουν, να ακούτε την μάνα σας. Κάτι παραπάνω θα ξέρει.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου