Εχουμε βρει... το Κουμπακι μας!

Το Κουμπάκι, είναι ένα από τα καλύτερα και ωραιότερα μαγαζιά της Αθήνας. Είναι φτιαγμένο με αγάπη και όνειρα. Μέσα θα βρεις από κοσμήματα και άλμπουμ, μέχρι κούπες και μπλούζες. Η Ειρήνη, η ιδιοκτήτριά του, μας φιλοξένησε στο «σπίτι» της και μίλησε στον Κώστα Τάτση για το «παιδί» της.


Η μέρα ξεκίνησε όμορφα. Πρωινό ξύπνημα, καφές και φοβερή διάθεση. «Ειρηνάκι, θα έρθω για τη συνέντευξη που λέγαμε. Θα είσαι στο μαγαζί;», της είπα στο τηλέφωνο ύστερα από λίγη ώρα. «Μα φυσικά, δεν θα μπορούσα να λείπω», είπε και λύθηκε στα γέλια.

Φθάνω στο μαγαζί, αγκαλιές, φιλιά, παραγγέλνουμε φαγητό και καθόμαστε αναπαυτικά. Στα ηχεία παίζει «Κασετόφωνο». Συγκεκριμένα, η κασέτα «Lost Game». Κάπως έτσι ξεκίνησε και το ταξίδι μας στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ακολουθήστε μας...


Πώς ξεκίνησε η αγάπη σου για τα κουμπιά;


«Εμένα, αν θες να ξέρεις, η γιαγιά μου ήταν μοδίστρα στα νιάτα της κι επειδή οι γονείς μου δούλευαν, περνούσα το χρόνο μου μαζί της και τον παππού. Επειδή λοιπόν ήμουν λίγο ανήσυχο παιδί κι έντυνα τον αδερφό μου κορίτσι, έπρεπε κάτι να βρει για να με απασχολεί. Οπότε, είχε την κλασική ραπτομηχανή-έπιπλο, όπως όλες οι γιαγιάδες και μου έδειχνε πώς ράβει. Ήξερα πάρα πολλά πράγματα μικρή, μα τώρα έχω ξεχάσει... τα μισά.


Το ότι ξέρω και ράβω κουμπί, είναι συγκλονιστικό! Μου άρεσε λοιπόν η ιδέα να φτιάχνεις κάτι δικό σου. Να το παράγεις δηλαδή και να το φοράς, ή να το βάζεις στο σπίτι ως διακοσμητικό».


Το «Κουμπάκι» από πού προέκυψε;


«Ήταν το παρατσούκλι μου όταν ήμουν μικρή. Η γιαγιά με φώναζε «κουμπάκι μου» και θεώρησα πως θα έπρεπε να το υιοθετήσω αυτό, ως ελάχιστο φόρο τιμής, στον άνθρωπο που με έβαλε στο... κόλπο».


Όταν ήμαστε παιδιά, οι μεγάλοι μας κάνουν την κλασική ερώτηση «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις». Εσύ τι ήθελες να γίνεις;


«Ήθελα να γίνω αισθητικός. Βασικά όχι, μακιγιέζ ήθελα να γίνω. Μου άρεσε το σκεπτικό ότι μπορώ να «μεταμορφώνω» τον άλλο, ή ακόμη και τον ίδιο μου τον εαυτό. Υπήρχε πάντα μια μικρή... ψυχασθένεια πάνω μου. Δεν είχα σκεφτεί κάτι άλλο. Μέχρι την τρίτη Λυκείου φαντάσου, ήθελα να ακολουθήσω αυτό το μονοπάτι. Ήμουν συνειδητοποιημένη.


Ποτέ βέβαια δεν κατάλαβα γιατί δεν έγινα μακιγιέζ. Ίσως και να φταίει ένα σχόλιο μιας συμμαθήτριάς μου, η οποία λίγο-πολύ χλεύασε την επιλογή μου αυτή. Οπότε ξέρεις πως πάνε αυτά. Επηρεάστηκα πάρα πολύ. Όπως όλα τα μικρά παιδιά άλλωστε. Ακόμη βέβαια θα μου άρεσε να το κάνω σαν χόμπι.


Πρέπει να σου πω επίσης, πως έγραφα μικρές ιστορίες. Γενικά γούσταρα να ξεφεύγω από την πραγματικότητα. Σουρεάλ ιστορίες βέβαια. Τέρατα που τα ψάχνουν για να τα βάλουν φυλακή αλλά τελικά ερωτεύονται και τέτοια... κουλά! Του γιατρού κοινώς».


Και τελικά, πώς από την τρέλα για την αισθητική και το μακιγιάζ, πέρασες στο άλλο άκρο και ξεκίνησες αυτό που κάνεις τώρα;

«Σπούδασα στα Γιάννενα, στη σχολή Πλαστικών Τεχνών κι Επιστημών της Τέχνης. Οπότε εκεί υπήρχε πολύ η έννοια της δημιουργίας. Μαθαίναμε νέες τεχνικές όπως η γλυπτική και η χαρακτική. Γυρνώντας στην Αθήνα, σπάει «ο διάολος το ποδάρι του» που λένε κι εγώ... το δικό μου. Μένω για αρκετό καιρό ακινητοποιημένη χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Σκεφτόμουν πως μόλις μπορέσω και σηκωθώ από το κρεβάτι, θα πάω να πάρω υλικά όπως χάντρες και κλωστές, για να φτιάξω δικά μου πράγματα.


Έτσι κι έγινε. Πήγα αγόρασα από χάντρες και κουμπιά, μέχρι τσόχες και διάφορα υφάσματα. Ο πάγκος της κουζίνας μου έγινε εργαστήριο, διότι ΠΡΟΦΑΝΩΣ κανείς δεν μαγείρευε πάνω εκεί (γέλια). Κάπου εκεί συνειδητοποίησα πως κάνοντας αυτό το «σπορ», η ώρα περνούσε γρήγορα. Δεν έκανα ποτέ πολλά πράγματα στη ζωή μου και πάντα πίστευα πως δεν θα παθιαστώ με τίποτα. Όμως, καθώς ασχολιόμουν με αυτές τις δημιουργίες συνειδητοποίησα πως γούσταρα. Έτσι, ξεκίνησα να πηγαίνω αυτά που έφτιαχνα σε εκθέσεις. Κάποια στιγμή έπρεπε να αποφασίσω αν θα το έκανα σαν χόμπι ή σαν κανονική δουλειά.


Γενικότερα πιστεύω πολύ στις συγκυρίες. Ο πατέρας μου λοιπόν, βρήκε αυτό εδώ το κτίριο που βρισκόμαστε τώρα. Ήρθε λοιπόν μια μέρα και μου πρότεινε να το δούμε. Διότι πάντοτε σκεφτόμουν να ανοίξω ένα μαγαζί. Μέχρι τότε ήμουν μόνο σε εκθέσεις αλλά και μέσω ίντερνετ. Μόλις λοιπόν το είδα, είπα πως αυτό θα είναι το μαγαζί μου. Και μετά εντάξει, ξεκίνησε μια... φάση καλλωπισμού του χώρου, διακόσμησης, με την πολύτιμη βοήθεια όλων των φίλων μου. Και ίσως επειδή όλο αυτό το «οικοδόμημα» φτιάχτηκε με αγάπη, να μοιάζει στους πελάτες σαν το δικό τους σπίτι».


«Το Κουμπάκι είναι το... παιδί μου»



Πίστευες ποτέ πως θα ξεκινήσεις από το μηδέν και θα άνοιγες ένα μαγαζί στο μέλλον;

«Το ήθελα και το φανταζόμουν. Η οικονομία όμως δεν βοηθούσε πάρα πολύ. Μια συμβουλή ενός φίλου όμως, με παρότρυνε να το κάνω. Χαρακτηριστικά μου είπε πως «αν δεν το ανοίξεις, δεν θα ξέρεις ποτέ πως θα πάει». Επίσης, άλλος ένας φίλος με έσπρωξε ακόμη περισσότερο λέγοντάς μου «κάντο, αφού το αγαπάς, θα σε πάει από μόνο του...».


Φυσικά βλέποντάς το από «μέσα», δεν είναι όπως το φανταζόμουν. Υπάρχουν δυσκολίες. Με γεμίζει όμως. Και χαρά, αλλά και άγχος. Όπως κάθε άνθρωπο άλλωστε. Εστιάζω στα καλά. Στο τι μπορώ εγώ να κάνω ώστε να καλύψω τις αδυναμίες μου. Για να ξέρω ότι έχω προσπαθήσει όσο μπορώ. Είναι δύσκολο να το κάνεις, όταν τρέχουν πολλά πράγματα μαζί».


Πες μας, τι ακριβώς προσφέρει στον κόσμο το Κουμπάκι;


«Χειροποίητα κοσμήματα, ανδρικά και γυναικεία. Διάφορους γιακάδες, για τις κυρίες, αλλά και μενταγιόν και σκουλαρίκια. Επίσης έχουμε διάφορα άλλα αντικείμενα με μία πιο παιδική και ρομαντική αισθητική. Έχουμε ας πούμε κούπες, τσάντες, τετράδια, λευκώματα, φωτογραφικά άλμπουμ και μπρελόκ. Ακόμη έχουμε τις δικές μας μπλούζες και από το καλοκαίρι του 2015 κάνουμε μπομπονιέρες για γάμους ή βαπτίσεις.


Προσπαθώ γενικά να εκσυγχρονίζω τα προϊόντα μου, χωρίς να ξεφεύγω αρκετά από τον στόχο μου. Θέλω αυτά που δημιουργώ να είναι πλασμένα με... αγάπη και όχι με βάση το συμφέρον. Έτσι δεν τραβάς πελάτες, τους διώχνεις. Δεν θέλω να φτάσει η στιγμή που θα φτιάξω κάτι το οποίο δεν θα μου αρέσει, μόνο και μόνο για να πουλήσει περισσότερο. Δεν θα είμαι ο εαυτός μου. Μπορεί να ακούγεται κάπως βαρύ, αλλά δεν θέλω το μαγαζί μου να χάσει την έννοιά του».


Τι είναι για σένα το Κουμπάκι;


«Το παιδί μου. Το σπίτι μου. Η έννοια και το άγχος μου...».


Το δημιουργικό άγχος;


«Κοίτα, όχι πάντα. Όταν είναι δημιουργικό, είναι καλά και χαίρομαι. Όταν όμως με αγχώνει το οικονομικό κομμάτι, δεν είναι και τόσο ευχάριστο. Το σωστό είναι να το πηγαίνεις εσύ εκεί που... πρέπει, όμως στην αρχή δεν είναι πάντα έτσι. Αναρωτιέσαι πολλές φορές «τώρα, τι κάνω, πού πάω;». Καταλαβαίνεις, φρίκη.


Μετά βέβαια εξοικειώνεσαι με αυτό. Και, όσο γραφικό κι αν ακουστεί, όταν δουλεύεις πάρα πολύ για να καταφέρεις κάτι, τότε το φέρνεις εις πέρας. Το κόλπο είναι να μην το βάλεις κάτω. Μπορεί η δικαίωση να αργήσει, όμως στο τέλος θα έρθει. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο».


Ποιοι σε βοήθησαν σε αυτό το εγχείρημα;


«Πρώτα απ’ όλα οι γονείς μου. Και ψυχολογικά αλλά και πρακτικά. Κακά τα ψέματα, αν δεν είχαν χρήματα στην άκρη από πιο παλιά, δεν θα το είχαμε καταφέρει. Στη συνέχεια, οι φίλοι μου. Με την αγάπη αλλά και τη βοήθειά τους στο να φτιάξουμε το μαγαζί, έκαναν τα πάντα για μένα. Και αυτό να ξέρεις, δεν είναι πάντα σίγουρο ότι θα γίνει. Δεν είναι δεδομένο.


Από κει και πέρα, όλα τα blog που έγραψαν για μένα, όπως και τώρα το Mix This, προσφέρουν τα μέγιστα για να με πάνε ένα βήμα παραπέρα. Και τέλος η γιαγιά μου, η οποία είναι βασικό κομμάτι της ιστορίας μου. Όταν έραβε ή έπλεκε, νόμιζα πως έκανε μαγικά με τα χέρια της. Είναι πολύ ωραίο να έχει τέτοιες αναμνήσεις και να τις κάνεις καθημερινότητα.


Είναι πολύ ωραίο και σπάνιο να κάνεις αυτό που αγαπάς. Αξίζει να το κάνεις. Αξίζει το ρίσκο. Υπάρχουν βράδια που δεν έχω κοιμηθεί λόγω άγχους. Όμως να ξέρεις, μια κουβέντα ενός περαστικού, ο οποίος -μες το χαμόγελο- σου λέει ότι του αρέσει το μαγαζί, μπορεί να σου πάρει το άγχος μακριά και να σε κάνει να νιώσεις όμορφα».


«Υπέροχο συναίσθημα το να δίνεις χαρά»



Έχει τύχει ποτέ να πεις «αμάν με αυτή τη δουλειά που έχω μπλέξει»;

«Εννοείται αυτό. Όταν σου λέω ότι είναι το παιδί μου, το εννοώ με όλη τη σημασία της λέξης. Είναι προτεραιότητά μου πλέον το μαγαζί. Δεν μπορώ να μην έρχομαι επειδή βαριέμαι. Πρέπει να κάνω συνέχεια νέα πράγματα.


Όμως, στο τέλος τη μέρας κάθομαι και το βλέπω και ξεχνάω όλα αυτά που έχω πει. Όπως ας πούμε όταν έρθει κάποιος άγνωστος και μου πει καλά λόγια για το μαγαζί, θα συγκινηθώ πάρα πολύ. Όπως επίσης, όταν η δουλειά σου αρέσει στον κόσμο, αυτό σε γεμίζει δύναμη αυτομάτως.


Ακόμη και η σκέψη, του ότι έρχεται κάποιος να πάρει δώρο σε ένα φίλο του σε κάνει να νιώθεις όμορφα. Ή το να έχει τσακωθεί ένα ζευγάρι και να έρθει ο ένας από τους δύο για να αγοράσει ένα δώρο, είναι κάτι πολύ γλυκό. Μου αρέσει να δίνει ο άλλος χαρά στους συνανθρώπους του. Δεν υπάρχει ωραιότερο συναίσθημα.


Στο τέλος της ημέρας λοιπόν, κοιτάς αυτά που προσφέρεις και λες «μου έβγαλες την πίστη, αλλά χαλάλι». Ξέρεις λοιπόν, πως σίγουρα κάνεις την καλύτερη δουλειά του κόσμου».


Πού θα ήθελες να φτάσει το Κουμπάκι;


«Θα ήθελα να γίνει ένα αναγνωρίσιμο μαγαζί. Να σε βλέπει ο άλλος έξω με ένα αξεσουάρ και να αναγνωρίζει ότι είναι από εδώ. Να αποκτήσει μια ταυτότητα και μια δική του προσωπικότητα. Να αποκτήσει περισσότερο κοινό. Θα ήθελα να μπορέσει να μείνει ανοιχτό για πολύ καιρό. Ίσως και για πάντα.


Με νοιάζει, με την πάροδο των χρόνων να γίνει κάτι κλασικό. Να  ταυτιστεί με κάτι όμορφο. Δεν έχω στο μυαλό μου να το κάνω αλυσίδα. Απλά θα ήθελα κάποιος να το κάνει... στέκι».


Ποιο είναι το πιο καλό σχόλιο που έχεις ακούσει για το μαγαζί;


«Ότι όταν μπαίνουν μέσα νιώθουν σαν να βρίσκονται σπίτι τους. Μου το έχουν πει και φίλοι, αλλά και άγνωστοι. Αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή. Να μπορεί ο άλλος να νιώθει άνετα μέσα στο μαγαζί. Να μην βιαστεί να φύγει. Να πιάσουμε την κουβέντα. Είναι σαν να μπαίνει κόσμος στο ίδιο μου το σπίτι. Υπάρχουν άνθρωποι που είμαστε φίλοι, ενώ ξεκίνησαν σαν πελάτες μου.


Βασικά δεν βλέπω τον κόσμο σαν πελάτη. Τον βλέπω σαν άνθρωπο του μαγαζιού. Μου αρέσει να ξέρω τι θέλει ο άλλος και να μπορώ να τον βοηθήσω. Δηλαδή, μην φτάσουμε και στο άλλο άκρο σιχτιρίζοντας εκείνους που δεν αγοράζουν από μένα. Έτσι χάνει την αίγλη και τη σημασία του το κόνσεπτ του μαγαζιού».


Έχει τύχει να δεις στον δρόμο ανθρώπους οι ο οποίοι φορούν κάτι δικό σου;


«Μού έτυχε μια φορά στην Ερμού. Όπως περνούσα τα φανάρια, μια κοπέλα φορούσε ένα κολιέ. Ήταν και από τα πρώτα που είχα φτιάξει. Ένιωσα πολύ παράξενα. Ήταν υπέροχο συναίσθημα που δεν μπορώ να εξηγήσω.


Άλλη μια φορά, σε μια έκθεση, ένα αγόρι φορούσε ένα βραχιόλι. Θυμόμουν λοιπόν τον αγοραστή, αλλά δεν ήξερα ποιος ήταν ο παραλήπτης. Μάλιστα, πήγα και του μίλησα. Ακόμη πιο υπέροχο συναίσθημα.


Να ξέρεις πως δεν το έχω συνειδητοποιήσει ακόμη πώς κάποιος μπορεί να φοράει τα αξεσουάρ μου. Ξαφνιάζομαι όταν τους βλέπω».


«We can be heroes just for one day»


Η κατασκήνωση σε βοήθησε στο νέο σου εγχείρημα;

«Μα φυσικά. Οι μισοί από τους πελάτες μου προέρχονται μέσα από τις κατασκηνώσεις του ΤΥΠΕΤ. Έχω κάνει πάρα πολλούς φίλους μέσα εκεί. Υπάρχει ένα άλλο δέσιμο στην κατασκήνωση. Αν δεν πας, δεν μπορείς να καταλάβεις πώς ένας άγνωστος, μέσα σε 20 μέρες γίνεται... δικός σου άνθρωπος.


Αυτός ο κύκλος έχει κλείσει για μένα πάντως. Πέρασα υπέροχα χρόνια. Έφτιαξα άπειρες κατασκευές, βραχιολάκια για φίλους, πανό για κοινότητες και άλλες παρόμοιες... ιστορίες. Αλλά αυτά ανήκουν στο παρελθόν».


Τι είναι για σένα η κατασκήνωση;


«Τα καλοκαίρια και οι φίλοι μου. Οι κατασκευές και οι γεμάτες μέρες μου. Οι άνθρωποι γενικώς. Αυτοί που έχουμε περάσει κάποια πράγματα και έχουν μείνει χαραγμένα στο μυαλό μας. Αν κάτσω να τους πω όλους τώρα, θα πάρει αρκετή ώρα. Εκείνοι ξέρουν. Πάντα θα ήθελα να πηγαίνω σαν επισκέπτρια και να βρίσκομαι σε γνώριμα λημέρια με όλους».


Θα έδινες ένα «όσκαρ» σε κάποιον;


«Θα έδινα το «όσκαρ υπομονής και κατανόησης» στους γονείς μου, οι οποίοι με αντέχουν. Δεν είμαι και ο πιο εύκολος άνθρωπος στη γη. Είναι πάντα εκεί και με στηρίζουν. Είναι πολύ σημαντικό να είναι εκεί, δίπλα μου. Δεν τους το λέω και συχνά. Χαίρομαι να βλέπω στα μάτια τους την περηφάνια. Μου έχουν σταθεί πολύ. Και πρέπει να τους το πω γιατί δυστυχώς έχουμε ξεχάσει να λέμε πράγματα επειδή τα θεωρούμε αυτονόητα. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Είναι συγκινητικό να εκφράζεις αυτά που νιώθεις».


Ποιο είναι το τραγούδι που αγαπάς και θα ήθελες να το αφιερώσεις σε αυτό που κάνεις;


«Πιστεύω πως δεν θα μπορούσα να διαλέξω άλλο από το «Heroes» του David Bowie. Είναι το αγαπημένο μου και με γεμίζει αισιοδοξία. Ο στίχος που μου έχει μείνει, είναι το «we can be heroes just for one day...». Αυτό για μένα σημαίνει ότι, αν αυτό το πράγμα που κάνω τώρα κλείσει κάποτε, θα ξέρω πως έστω και για μία μέρα προσπάθησα να κάνω το καλύτερο».


*Ακολούθησε κι εσύ το Κουμπάκι στο instagram και κάνε like στη σελίδα του στο facebook για να μάθεις τι άλλο σκαρώνει η Ειρήνη!




Αρθρογράφος: Unknown

1 σχόλια :

  1. Mπραβο ρε Ειρηνακι μου!!Οταν σε βλεπω σε αρθρα θυμαμαι ολη σου τημ πορεια απο τα Γιαννενα ακομα και χαιρομαι που βγαζεις τα συναισθηματα σου σε πραγματακια που μετα κανουν το ταξιδι τους π.χ Ελλαδα-Αγγλια :P kαι μην λες ψεματα,σε αυτο το τραπεζι μια χαρα μαγειρευεις κιολας

    ΑπάντησηΔιαγραφή