Ο Ολυμπιακός έχασε στη Μαδρίτη για ακόμη μία φορά, όντας κατώτερος της Ρεάλ σε ολόκληρο το παιχνίδι. Δεν ηττήθηκε στις λεπτομέρειες -έστω κι αν η τελική διαφορά είναι όντως υπερβολική- για να μπορούμε να ρίξουμε το ανάθεμα σε μία από τις γραμμές του («ψηλοί», «κοντοί»), δεν έφυγε άπραγος από την ισπανική πρωτεύουσα λόγω μίας ή έστω δύο μεμονωμένων φάσεων με «θύτες» κάποιους από τους παίκτες του ή τους διαιτητές. Γράφει στο Mix This ο Μπάμπης Λάμπρου.
Τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στο μπάσκετ, η κριτική μας τις περισσότερες φορές εστιάζεται στη μονάδα. Αν και μιλάμε για ομάδες, συζητάμε πολύ περισσότερο για τον προπονητή, για τον τάδε ή τον δείνα παίκτη. Ένας, άντε το πολύ δύο ή τρεις «τρώνε» το ανάθεμα στις ήττες ή παίρνουν τα «συχαρίκια» στις επιτυχίες. Εκεί έχουμε συνηθίσει να εστιάζουμε, αν και επαναλαμβάνω αναφερόμαστε σε ΟΜΑΔΕΣ.
Για να έρθει ένας τίτλος δεν αρκούν να δουλέψουν μόνο όσα φαίνονται στη βιτρίνα. Δεν αρκεί ο ηγέτης του εκάστοτε συνόλου (συμφωνούμε ότι η παρουσία ηγετών ακόμη και στην ομαδική διαδικασία είναι πολύ σημαντική), ο προπονητής ή ο επιφορτισμένος με το μαρκάρισμα του καλύτερου παίκτη του αντιπάλου να τα κάνουν όλα στην εντέλεια. Θα πρέπει να υπάρξει ένας συνδυασμός πολλών περισσότερων πραγμάτων, καθώς στο υψηλότερο επίπεδο, εκεί που οι διαφορές δεν είναι και πάρα πολλές, κάθε λεπτομέρεια μετράει.
Ωστόσο, κυρίως μετράει να μπαίνεις στο γήπεδο, από τον αρχηγό και τον κόουτς του συλλόγου μέχρι τον φροντιστή και τον φυσιοθεραπευτή, με ένα αίσθημα αυτοπεποίθησης, η οποία πηγάζει μόνο μέσα από τη γνώση. Τη γνώση του τι θέλω να κάνω, του τι μπορώ να κάνω, του πόσο καλά μπορώ να το κάνω ή/και του πόσο θα μου επιτρέψει η αντίπερα πλευρά (πάντα παίζουν δύο) να το κάνω.
Ο Ολυμπιακός έχασε στη Μαδρίτη για ακόμη μία φορά, όντας κατώτερος της Ρεάλ σε ολόκληρο το παιχνίδι. Δεν ηττήθηκε στις λεπτομέρειες -έστω κι αν η τελική διαφορά είναι όντως υπερβολική- για να μπορούμε να ρίξουμε το ανάθεμα σε μία από τις γραμμές του («ψηλοί», «κοντοί»), δεν έφυγε άπραγος από την ισπανική πρωτεύουσα λόγω μίας ή έστω δύο μεμονωμένων φάσεων με «θύτες» κάποιους από τους παίκτες του ή τους διαιτητές. Λάθη έγιναν και από τις τρεις πλευρές (Ρεάλ, Ολυμπιακό και διαιτητές), απλά έχουμε μάθει να στεκόμαστε μόνο σε αυτά που εμπλέκουν τη δική μας ομάδα, που στη προκειμένη περίπτωση προέρχονται από τους «ερυθρόλευκους» μπασκετμπολίστες και τους άρχοντες της αναμέτρησης. Προς Θεού, αντικειμενικά, οι διαιτητές έπαιξαν έδρα, όπως, όμως γίνεται συχνά στην Ευρωλίγκα. Και από το ΣΕΦ, άλλωστε, έχουν φύγει ομάδες με παράπονα για την αντιμετώπιση που είχαν από τους ανθρώπους με τις σφυρίχτρες.
Προσπαθεί να αλλάξει
Η ήττα ήρθε γιατί ο Ολυμπιακός προσπαθεί να αλλάξει νοοτροπία στο παιχνίδι του. Κάπως έτσι χάνει το πλεονέκτημα που θεωρητικά είχε αποκτήσει διατηρώντας τον κορμό του, καθώς οι ίδιοι παίκτες καλούνται να κάνουν διαφορετικά πολλά από τα πράγματα που έκαναν με συγκεκριμένο τρόπο τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό θέλει χρόνο, αν και η φετινή σεζόν δεν δίνει αυτή την πολυτέλεια. Υπήρχαν στιγμές που οι πρωταθλητές Ελλάδας φαίνονταν λίγο μπερδεμένοι στο παρκέ για το πώς θα έπρεπε να συμπεριφερθούν σε σχέση με τον ρυθμό. Να παίξουν γρήγορα, αλλά όχι βιαστικά. Μην ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε σε ένα σύνολο που είχε διαφορετικές αρχές μέχρι τον Ιούνιο. Ο έλεγχος του ρυθμού ήταν το άλφα και το ωμέγα της τακτικής προσέγγισης των «ερυθρολεύκων». Γι’ αυτό ακούγαμε τόσο συχνά τη λέξη «άμυνα». Μέσω αυτής, ο Σφαιρόπουλος και οι συνεργάτες του ήθελαν να κοντρολάρουν το τέμπο. Πλέον αναγκάζονται να το κάνουν, πατώντας ταυτόχρονα και το γκάζι. Δύσκολο, αλλά αναγκαίο. Βάσει αυτού του στόχου θα κριθούν πρωτίστως και ύστερα η κουβέντα θα περάσει στα άτομα.
Άστοχη κουβέντα για τους σέντερ
Το όλο σούσουρο που γίνεται για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Πειραιώτες στη θέση «5» (μετά τον καλοκαιρινό προβληματισμό για τους πάουερ φόργουορντ) είναι άστοχη, τουλάχιστον τη δεδομένη στιγμή. Καταλαβαίνω ότι ορισμένοι θέλουν να προλάβουν καταστάσεις ή να προσωποποιήσουν την ευθύνη για την εικόνα του μπάσκετ που βλέπουν, αλλά δεν φταίει κανένας Γιανγκ, κανένας Μιλουτίνοφ και πολύ λιγότερο κανένας Μπιρτς για την ήττα. Οι ρόλοι τους είναι συγκεκριμένοι και μπορούν να λειτουργήσουν μόνο όταν η ομάδα δουλέψει στο 100%. Ακόμη και ο πανέτοιμος Γιανγκ δεν είναι στιλ Μπουρούση να πάρει την μπάλα στα χέρια του και να δημιουργήσει για τον εαυτό του ή για συμπαίκτες του.
Γιανγκ
Προσωπικά δεν συμμερίζομαι την υπερβολική ανησυχία για τον Αμερικανό σέντερ. Πιστεύω ότι είναι απολύτως λογικό να παίζει τόσο συγκρατημένα αυτήν την περίοδο (ήταν μόλις το πρώτο επίσημο παιχνίδι μετά από εκείνο το καταραμένο για εκείνον στην Πόλη κόντρα στης Εφές) και μόνο μέσω των παιχνιδιών και της καθημερινής τριβής μπορεί να επανέλθει. Η εικόνα του είναι φυσιολογική και πρέπει να υπάρξει υπομονή. Αν στον Πειραιά δεν ήθελαν να κάνουν υπομονή, ας έπαιρναν άλλον «ψηλό» το καλοκαίρι. Είναι παράλογο να ακούγεται τώρα για μεταγραφή λες και η παρουσία του Γιανγκ αποτελεί έκπληξη.
Γκριν
Τέλος, όσο για τον Γκριν, θέλει και εκείνος τον χρόνο του. Θυμηθείτε ότι ακόμη και ο Λο (που ήταν πολύ περισσότερο πλέι μέικερ από όσο ο σκόρερ συμπατριώτης του) χρειάστηκε να βρει τα πατήματά του και τον ρόλο του δίπλα στον Σπανούλη τον πρώτο μήνα. Να σημειώσω, ωστόσο, ότι η διαχείριση που έτυχε από τον προπονητή του ήταν μάλλον κακή, καθώς τον έβαλε για πρώτη φορά να πατήσει παρκέ στο δεύτερο δεκάλεπτο, χωρίς μάλιστα να του δώσει κάποιες επιθέσεις για να μπάρει… μπρος. Μοιραία ο παίκτης στη συνέχεια ξεφορτωνόταν την μπάλα, καθώς δεν είχε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση ενώ και οι όποιες προσωπικές του ενέργειες ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία.
Η λογική λέει ότι τόσο ο βραχύσωμος γκαρντ, όσο και ο Σφαιρόπουλος θα βρουν τον τρόπο για να εκμεταλλευτούν την ικανότητα του Γκριν στην πρόκληση ρηγμάτων στην αντίπαλη άμυνα και βεβαίως στο σκοράρισμα.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου