Ενώ η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο ντε Τζανέιρο βρίσκεται εν εξελίξει, ο Κώστας Κουτσαυλής κάνει μια μικρή ιστορική αναδρομή πηγαίνοντας δώδεκα χρόνια πίσω. Τότε, όταν τέτοιες (πάνω-κάτω) μέρες, αγωνιούσε για το αν θα προλαβαίναμε να τα έχουμε όλα έτοιμα πριν την επίσημη έναρξη.
Κάνοντας ένα φευγαλέο ζάπινγκ στην τηλεόραση, έπεσα πάνω στη ζωντανή μετάδοση της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων και ανεπαίσθητα ένιωσα ένα μικρό τίναγμα στην καρδιά. Όχι, δεν επρόκειτο για συγκίνηση, ούτε για ρίγος περηφάνιας, αλλά για άγχος.
Ένα άγχος το οποίο έχει πέσει πάνω μου από τις πρώτες στιγμές της γέννησης μου και θα με συντροφεύει (με αρκετές διακυμάνσεις βέβαια) μέχρι την επόμενη κατοικία που λέμε. Όσον αφορά την περίπτωσή μας, αυτό το τίναγμα δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά η ανάμνηση από την πρεμούρα που με είχε πιάσει το καλοκαίρι του 2004, όταν έβλεπα πως πλησίαζε το μεγάλο ραντεβού και εμείς δεν ήμασταν έτοιμοι.
Η παραζάλη από την κατάκτηση του Euro δεν έβαλε φρένο στις ανησυχίες μου. Καθημερινά, τα δελτία ειδήσεων έκαναν λόγο για μισοτελειωμένα έργα στις εγκαταστάσεις που θα φιλοξενούσαν τα αγωνίσματα, τα βρώμικα νερά του Σχοινιά, τα σαμαράκια και τα διαχωριστικά στους δρόμους (τα θυμάστε;) που έπρεπε να έχουν τοποθετηθεί αλλά φευ. Γενικά η ψυχοσύνθεσή μου υπέστη εκείνη την περίοδο ένα αξιοπερίεργο πατατράκ χωρίς ουσία, λες και είχα μπει στο σώμα της Γιάννας Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη.
Ευτυχώς, παρακολουθώντας αποσβολωμένος από την τηλεόραση τη δική μας τελετή έναρξης, ένιωσα ανακουφισμένος, εθνικά υπερήφανος (ήταν της μοδός τότε) και ευτυχής που δε γίναμε ρεζίλι. Όταν δε, τα χρόνια πέρασαν, γελούσα με την τότε συμπεριφορά μου και τις αγωνίες μου γιατί «για μια φορά φερθήκαμε ως σοβαρό κράτος και τα τελειώσαμε όλα». Βλέπεις, τότε, μας είχαν πείσει όλοι πως «ήταν το καλοκαίρι της Ελλάδας»...
Η ουσία είναι πως δώδεκα χρόνια αργότερα, διαπιστώνω πως, αν οι υπεύθυνοι της διοργάνωσης του 2004 είχαν το ίδιο άγχος με εμένα, τότε τα πράγματα θα ήταν παντελώς διαφορετικά. Αφήστε που εν' τέλει, η ίδια η ιστορία απέδειξε πως γι' αυτό το πανηγύρι «δυο μέρες χάρηκε ο γιατρός και ο Χάρος δεκαπέντε» που λέει μια παροιμία, καθώς εν έτει 2016 πληρώνουμε αδρά τις μαλακίες του τότε.
Όσο για εκείνους που ευχαριστούσαν την «Ατίνα και την Ιλάντα», παίζει και να μας κορόιδευαν πίσω από την πλάτη μας, βλέποντας μας για άλλη μια φορά ως χώρα να απλώνουμε τα πόδια μας παραέξω από το σεντόνι, απλά και μόνο για να δείξουμε καλή εντύπωση και να συντηρήσουμε έναν επίπλαστο (από τις ταινίες του '70) μύθο για είκοσι ψωροημέρες.
Δώδεκα χρόνια αργότερα τι μας έμεινε από αυτό το πανηγύρι; Ένας Καλατράβας, κάτι μετάλλια που στην συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν ποτισμένα με ντόπα, ανυπολόγιστο χρέος από τη διοργάνωση και παρατημένες από το θεό και τη μοίρα, εγκαταστάσεις. Α! Τουλάχιστον στην τελετή λήξης ακούσαμε και ένα τσάμικο...
Τι μαλάκας ήμουνα παιδί, τώρα που το σκέφτομαι!
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου