Η Μυρτώ Μουζάκη και η Δαναή Κισκήρα-Μπαρτσώκα ερεύνησαν και συνέλεξαν ιστορικές πληροφορίες, προσωπικές μαρτυρίες, ενώ μίλησαν επίσης και με πανεπιστημιακούς καθηγητές για το ζήτημα της γενοκτονίας των Ποντίων.
Τη Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015 ο Υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης, καλεσμένος στον τηλεοπτικό σταθμό STAR και στην εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου «Ενικός», δήλωσε, ως προσωπική του άποψη, ότι δεν υπήρξε γενοκτονία των Ποντίων.
«Πριν από χρόνια ως δημοσιογράφος, έκανα τη δήλωση, συμμεριζόμενος απόψεις πολλών ιστορικών και πολλών διεθνολόγων. Κάναμε διάκριση ανάμεσα στην εθνοκάθαρση την αιματηρή και το φαινόμενο της γενοκτονίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε το αίμα, τον πόνο, όσα έχουν υποστεί οι Πόντιοι, από τη θηριωδία των Τούρκων. Αυτό είναι άλλο πράγμα και άλλο πράγμα η γενοκτονία με αυστηρή επιστημονική έννοια.
Εγώ δεν θέλω να επιβάλλω τις προσωπικές μου απόψεις ως κρατική πολιτική. Η κρατική πολιτική αναγνωρίζει Ημέρα Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού».
Οι αντιδράσεις ήταν πολλές. Το θέμα πήρε μεγάλη διάσταση και οργανώθηκαν συλλαλητήρια στην Αθήνα αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας, από ποντιακούς συλλόγους.
Η Χρυσή Αυγή έσπευσε να συμπαρασταθεί στους διαδηλωτές, προσπαθώντας να καπηλευτεί το γεγονός, να του δώσει έναν ακροδεξιό χαρακτήρα και να μαζέψει λίγες ψήφους. Με αυτόν τον τρόπο είδαμε τον Ηλία Κασιδιάρη να πρωτοστατεί στη συγκέντρωση των Ποντίων στο Σύνταγμα, αλλά και τον Ανδρέα Ματθαιόπουλο να εκτοπίζεται βίαια, από την αντίστοιχη συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη, αφού οι διαδηλωτές έκαναν τον εξής σωστό συσχετισμό: Η άκρα δεξιά που τώρα τους υποστηρίζει, αποκαλούσε τους προγόνους τους που κατέφθαναν στην Ελλάδα, Τουρκόσπορους.
Ιστορικά
Η σφαγή ή γενοκτονία των Ποντίων, συνέβη το διάστημα 1914-1923 από τους Νεότουρκους. Στοίχισε τη ζωή σε περίπου 326.000-382.000 Έλληνες . Όσοι επιβίωσαν, κατέφυγαν κυρίως στον Άνω Πόντο (ΕΣΣΔ) και μετά το 1922 και τη Μικρασιατική καταστροφή, στην Ελλάδα.
Οι μέθοδοι των Τούρκων δεν περιορίστηκαν μόνο σε βασανιστήρια και σφαγές, αλλά και στον ξεριζωμό, στα στρατόπεδα εργασίας στην έρημο, στην πείνα και τη δίψα και γενικότερα στην εξάντληση στις κακουχίες.
Η Γενοκτονία των Ποντίων διακρίνεται σε 3 φάσεις. Η πρώτη είναι από το 1914 μέχρι το 1916, δηλαδή από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την κατάληψη της Τραπεζούντας από το ρωσικό στρατό. Η δεύτερη φάση, είναι από 1916 έως και το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918.
Η τρίτη και τελευταία, ξεκινάει από 1918 και τελειώνει με την περίφημη εφαρμογή του Συμφώνου Ανταλλαγής Πληθυσμών, το 1923.
Η Τουρκία ακόμα και σήμερα αρνείται να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και αποδίδει τους μαζικούς θανάτους σε απώλειες πολέμου, λιμό και ασθένειες. Ωστόσο, πολλοί Τούρκοι επιστήμονες έχουν δημοσίως χαρακτηρίσει τα γεγονότα, ως γενοκτονία.
Η σφαγή ή γενοκτονία των Ποντίων, συνέβη το διάστημα 1914-1923 από τους Νεότουρκους. Στοίχισε τη ζωή σε περίπου 326.000-382.000 Έλληνες . Όσοι επιβίωσαν, κατέφυγαν κυρίως στον Άνω Πόντο (ΕΣΣΔ) και μετά το 1922 και τη Μικρασιατική καταστροφή, στην Ελλάδα.
Οι μέθοδοι των Τούρκων δεν περιορίστηκαν μόνο σε βασανιστήρια και σφαγές, αλλά και στον ξεριζωμό, στα στρατόπεδα εργασίας στην έρημο, στην πείνα και τη δίψα και γενικότερα στην εξάντληση στις κακουχίες.
Η Γενοκτονία των Ποντίων διακρίνεται σε 3 φάσεις. Η πρώτη είναι από το 1914 μέχρι το 1916, δηλαδή από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την κατάληψη της Τραπεζούντας από το ρωσικό στρατό. Η δεύτερη φάση, είναι από 1916 έως και το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918.
Η τρίτη και τελευταία, ξεκινάει από 1918 και τελειώνει με την περίφημη εφαρμογή του Συμφώνου Ανταλλαγής Πληθυσμών, το 1923.
Η Τουρκία ακόμα και σήμερα αρνείται να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και αποδίδει τους μαζικούς θανάτους σε απώλειες πολέμου, λιμό και ασθένειες. Ωστόσο, πολλοί Τούρκοι επιστήμονες έχουν δημοσίως χαρακτηρίσει τα γεγονότα, ως γενοκτονία.
Η Αναγνώριση της Γενοκτονίας από τα κράτη
Οι πρώτες χώρες που αναγνώρισαν το 1994 τη γενοκτονία των Ποντίων ήταν η Κύπρος και η Ελλάδα. Συγκεκριμένα η Ελλάδα στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου και ομόφωνη απόφαση της ολομέλειας της Βουλής καθιέρωσε τη 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».
Από το 2002 μέχρι το 2008 εφτά πολιτείες της Αμερικής αναγνώρισαν τη γενοκτονία και συγκεκριμένα στις 19 Μαΐου 2002 η Νέα Υόρκη, στις 2 Σεπτεμβρίου 2002 το Νιου Τζέρσεϊ, στις 8 Δεκεμβρίου 2002 η Κολούμπια, στις 10 Ιανουαρίου 2003 η Νότια Καρολίνα, στις 3 Φεβρουαρίου 2003 η Γεωργία, στις 12 Δεκεμβρίου 2003 η Πενσυλβάνια, στις 11 Μαΐου 2005 το Κλίβελαντ και το Μάιο του 2008 το Ρόουντ Άιλαντ.
Στις 15 Δεκεμβρίου 2007 και η Διεθνής Ένωση Επιστημόνων Μελέτης της Γενοκτονίας (IAGS, International Association of Genocide Scholars) αναγνώρισε την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Από το 2009 μέχρι και το 2013 η γενοκτονία αναγνωρίστηκε επιπλέον από την Αυστραλία, τη Σουηδία (μαζί με τη γενοκτονία των Αρμενίων) και τη Σερβία και Ρωσία.
Τέλος, στις 24 Μαρτίου του 2015 έρχεται και η Αρμενία να προστεθεί στον κατάλογο των κρατών που αναγνωρίζουν τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Οι πρώτες χώρες που αναγνώρισαν το 1994 τη γενοκτονία των Ποντίων ήταν η Κύπρος και η Ελλάδα. Συγκεκριμένα η Ελλάδα στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου και ομόφωνη απόφαση της ολομέλειας της Βουλής καθιέρωσε τη 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».
Από το 2002 μέχρι το 2008 εφτά πολιτείες της Αμερικής αναγνώρισαν τη γενοκτονία και συγκεκριμένα στις 19 Μαΐου 2002 η Νέα Υόρκη, στις 2 Σεπτεμβρίου 2002 το Νιου Τζέρσεϊ, στις 8 Δεκεμβρίου 2002 η Κολούμπια, στις 10 Ιανουαρίου 2003 η Νότια Καρολίνα, στις 3 Φεβρουαρίου 2003 η Γεωργία, στις 12 Δεκεμβρίου 2003 η Πενσυλβάνια, στις 11 Μαΐου 2005 το Κλίβελαντ και το Μάιο του 2008 το Ρόουντ Άιλαντ.
Στις 15 Δεκεμβρίου 2007 και η Διεθνής Ένωση Επιστημόνων Μελέτης της Γενοκτονίας (IAGS, International Association of Genocide Scholars) αναγνώρισε την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Από το 2009 μέχρι και το 2013 η γενοκτονία αναγνωρίστηκε επιπλέον από την Αυστραλία, τη Σουηδία (μαζί με τη γενοκτονία των Αρμενίων) και τη Σερβία και Ρωσία.
Τέλος, στις 24 Μαρτίου του 2015 έρχεται και η Αρμενία να προστεθεί στον κατάλογο των κρατών που αναγνωρίζουν τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Νομικό και επιστημονικά ιστορικό πλαίσιο
Μιλήσαμε με την κ. Έφη Γαζή, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και ζητήσαμε την άποψή της για το ζήτημα που προέκυψε και προκάλεσε τόσο ντόρο.
«Η Γενοκτονία των Ποντίων, είναι αναγνωρισμένη από το ελληνικό κοινοβούλιο από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πολιτική και κοινοβουλευτική ρύθμιση γύρω από αυτό το θέμα. Αυτό δεν σημαίνει όμως, ότι αυτή είναι η μοναδική άποψη γύρω από το τι συνέβη με τους διωγμούς, τις σφαγές και την εξόντωση των Ποντίων.
Η γνώμη μου, με βάση την επιστημονική μου ιδιότητα, είναι ότι μια απόφαση κοινοβουλίου, είναι βεβαίως σεβαστή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το παρελθόν και η ιστορία μπορούν να ρυθμίζονται με βάση τέτοιου τύπου νομοθετικές παρεμβάσεις ή άλλες πολιτικές απόψεις. Μια θέση η οποία εκφράζεται από ένα συλλογικό όργανο είναι σεβαστή, αλλά εξίσου σεβαστές είναι και άλλες απόψεις.
Σε ό,τι αφορά την επιστημονική έρευνα, συμπεριλαμβανομένης και της ιστορικής έρευνας, είναι δεδομένο ότι σ’ αυτά τα ζητήματα δεν μπορεί να προχωρήσει η επιστημονική σκέψη παρά μόνο αν υπάρχει η κατοχυρωμένη ελευθερία της άποψης και της γνώμης».
Όσο για τις δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας η κ. Γαζή δήλωσε:
«Στην περίπτωση των δηλώσεων του κ. Φίλη, νομίζω ότι έχουν πάρει υπερβολική δημοσιότητα. Αυτό δείχνει κυρίως, ότι μερικές φορές καθιερώνονται κάποιοι όροι και λειτουργούν ως ένα είδος θεσφάτου, σαν να γίνονται μια, κατά κάποιο τρόπο, υπερβατική αλήθεια. Κατά την επιστημονική μου γνώμη, δεν χρειάζεται τέτοια υπερβολική αντίδραση πάνω σ’ αυτά τα θέματα».
Μιλήσαμε με την κ. Έφη Γαζή, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και ζητήσαμε την άποψή της για το ζήτημα που προέκυψε και προκάλεσε τόσο ντόρο.
«Η Γενοκτονία των Ποντίων, είναι αναγνωρισμένη από το ελληνικό κοινοβούλιο από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πολιτική και κοινοβουλευτική ρύθμιση γύρω από αυτό το θέμα. Αυτό δεν σημαίνει όμως, ότι αυτή είναι η μοναδική άποψη γύρω από το τι συνέβη με τους διωγμούς, τις σφαγές και την εξόντωση των Ποντίων.
Η γνώμη μου, με βάση την επιστημονική μου ιδιότητα, είναι ότι μια απόφαση κοινοβουλίου, είναι βεβαίως σεβαστή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το παρελθόν και η ιστορία μπορούν να ρυθμίζονται με βάση τέτοιου τύπου νομοθετικές παρεμβάσεις ή άλλες πολιτικές απόψεις. Μια θέση η οποία εκφράζεται από ένα συλλογικό όργανο είναι σεβαστή, αλλά εξίσου σεβαστές είναι και άλλες απόψεις.
Σε ό,τι αφορά την επιστημονική έρευνα, συμπεριλαμβανομένης και της ιστορικής έρευνας, είναι δεδομένο ότι σ’ αυτά τα ζητήματα δεν μπορεί να προχωρήσει η επιστημονική σκέψη παρά μόνο αν υπάρχει η κατοχυρωμένη ελευθερία της άποψης και της γνώμης».
Όσο για τις δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας η κ. Γαζή δήλωσε:
«Στην περίπτωση των δηλώσεων του κ. Φίλη, νομίζω ότι έχουν πάρει υπερβολική δημοσιότητα. Αυτό δείχνει κυρίως, ότι μερικές φορές καθιερώνονται κάποιοι όροι και λειτουργούν ως ένα είδος θεσφάτου, σαν να γίνονται μια, κατά κάποιο τρόπο, υπερβατική αλήθεια. Κατά την επιστημονική μου γνώμη, δεν χρειάζεται τέτοια υπερβολική αντίδραση πάνω σ’ αυτά τα θέματα».
Επικοινωνήσαμε και με τον κ. Αντώνη Κλάψη, Καθηγητή Ιστορίας στη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, στο Πτυχιακό Πρόγραμμα «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό» στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, που μας ανέλυσε τη διαφορά γενοκτονίας και εθνοκάθαρσης.
«Ο όρος γενοκτονία επινοήθηκε το 1944 και καθιερώθηκε νομικά με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών το 1948. Με βάση τη σύμβαση του 1948, γενοκτονία είναι οποιαδήποτε πράξη που διαπράττεται με σκοπό την καταστροφή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, μιας εθνικής, θρησκευτικής, φυλετικής κτλ ομάδας και οι πράξεις αυτές μπορεί να είναι:
Η δολοφονία των μελών της ομάδας
Η πρόκληση σοβαρής σωματικής ή διανοητικής βλάβης, στα μέλη της ομάδας
Η επιβολή συνθηκών διαβίωσης της ομάδας, που αποσκοπούν στην ολοσχερή ή μερική φυσική εξόντωσή της.
Η επιβολή μέτρων, που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της αναπαραγωγής στο εσωτερικό της ομάδας
Η δια της βίας μεταφορά των παιδιών μιας ομάδας σε μια άλλη. Ο χωρισμός δηλαδή, των παιδιών μιας ομάδας από τους φυσικούς τους γονείς.
Επομένως το έγκλημα της γενοκτονίας δεν αφορά μόνο δολοφονίες, ο χωρισμός για παράδειγμα των ανδρών από τις γυναίκες μιας κοινότητας συνιστά έγκλημα γενοκτονίας, μολονότι δεν δολοφονούνται, ο χωρισμός τους οδηγεί στο να μην μπορούν να αναπαράξουν την ομάδα τους.
Στην περίπτωση των Ποντίων, διαβάζοντας κάποιος τη σύμβαση περί γενοκτονίας καταλαβαίνει, ότι αυτό που συνέβη, πράγματι, εμπίπτει στον ορισμό περί γενοκτονίας.
Η εθνοκάθαρση κατά βάση, δεν σημαίνει την φυσική εξόντωση ενός πληθυσμού αλλά τον ξεριζωμό του από τον τόπο της πατρογονικής τους κατοικίας. Εάν συνέβαινε αυτό στην περίπτωση των Ποντίων, τότε θα έπρεπε το σύνολο σχεδόν, του ποντιακού πληθυσμού, απλώς να εκδιωχθεί από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και να βρει καταφύγιο σε κάποια άλλη χώρα. Όμως εδώ δεν έχουμε κάτι τέτοιο, γιατί έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. Επομένως, δεν έχουμε μια απλή εθνοκάθαρση με την έννοια του ξεριζωμού, αλλά έχουμε τη φυσική εξόντωση ενός πολύ μεγάλου μέρους του πληθυσμού, αρσενικού και θηλυκού, κατά κύριο λόγο αρσενικού.
H προσωπική μου τοποθέτηση είναι ότι πράγματι νομίζω ότι η περίπτωση των Ποντίων είναι περίπτωση γενοκτονίας».
Για το ίδιο θέμα της διαφοράς των δύο όρων τοποθετήθηκε και η κ. Γαζή τονίζοντας την πολιτική διάσταση του θέματος καθώς και την χρήση των δύο όρων από τους πολίτες.
«Η γενοκτονία είναι ένας όρος που άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως, κυρίως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Πρωταρχικά – και δικαίως κατά τη γνώμη μου – σχετίσθηκε με τη συστηματική εξόντωση των Εβραίων την περίοδο των ναζί. Αναφέρεται σε μια συγκροτημένη, συστηματική, σχεδιασμένη επιχείρηση, φυσικής εξολόθρευσης, όχι απλώς εξόντωσης, εξαφάνισης μιας ολόκληρης κοινότητας ανθρώπων. Συνήθως με βάση την εθνική τους ταυτότητα ή τη «φυλετική τους καταγωγή».
Η εθνοκάθαρση είναι κάπως διαφορετική. Περιλαμβάνει βέβαια, αυτή την στρατηγική της φυσικής εξόντωσης, αλλά κυρίως αναφέρεται στην απομάκρυνση, στην ‘αποκάθαρση’ δηλαδή, ενός κράτους ή μιας περιοχής από μια κοινότητα η οποία δεν είναι επιθυμητή.
Αυτές οι δύο έννοιες χρησιμοποιούνται πολλές φορές αδιάκριτα, υπάρχει και ένα είδος – αν θέλετε – επικαλύψεων ή υπερχρήσης της μιας πάνω στην άλλη».
Οι γενοκτονίες πριν το 1948, η αμφισβητήσεις και οι πολιτικές στρατηγικές
Για τους προβληματισμούς που υπάρχουν για τον όρο γενοκτονία και το πού χρησιμοποιείται η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου κ. Γαζή δήλωσε:
«Στην περίπτωση των Εβραίων είναι σαφές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια γενοκτονία, δηλαδή σε μια σχεδιασμένη, συστηματική απόπειρα εξόντωσης.
Για πολλές άλλες περιπτώσεις όπως συμβαίνει με τους Πόντιους ή τους Αρμενίους (για τους οποίους υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το θέμα της μαζικής τους εξόντωσης και των διωγμών που υπέστησαν), είναι σαφές ότι πρόκειται για κοινότητες ανθρώπων που έχουν ζήσει πολύ σκληρές εμπειρίες σφαγών, διωγμών, εξόντωσης και στιγματισμού, οι οποίες είναι πραγματικά πολύ οδυνηρές και έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική τους μνήμη.
Ο όρος όμως γενοκτονία δεν χρησιμοποιούταν ανέκαθεν στην περίπτωση των Ποντίων. Χρησιμοποιούνταν άλλοι όροι, όπως ήταν οι διωγμοί ή οι σφαγές. Ο όρος γενοκτονία άρχισε να χρησιμοποιείται κυρίως τη δεκαετία του 90.
Έχει πολιτική διάσταση, έχει να κάνει και με τις πολικές στρατηγικές που έχει το ελληνικό κράτος, είναι σεβαστές, αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι αν ένας άλλος άνθρωπος, πολίτης ή επιστήμονας, έχει διαφορετική εκτίμηση, αυτό πρέπει να είναι κατακριτέο και εκείνος να στιγματίζεται.
Ούτε φυσικά σημαίνει, ότι οι άνθρωποι θα πονούν λιγότερο ή θα θυμούνται με λιγότερο τραυματικό τρόπο, ένα γεγονός επειδή θα χαρακτηρίζεται με κάποιο άλλο τρόπο. Η αναγνώριση μιας γενοκτονίας έχει κυρίως πολιτικό περιεχόμενο. Αλλά αυτά που έγιναν, είναι αποτυπωμένα στις μνήμες των γενεών, στη μνήμη των ανθρώπων. Όλες αυτές οι μνήμες, στην περίπτωση των Ποντίων, αποτυπώνουν το εύρος των διωγμών και της καταστροφής που ήταν πραγματικά ακραίο και οδυνηρό».
«Ο όρος γενοκτονία επινοήθηκε το 1944 και καθιερώθηκε νομικά με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών το 1948. Με βάση τη σύμβαση του 1948, γενοκτονία είναι οποιαδήποτε πράξη που διαπράττεται με σκοπό την καταστροφή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, μιας εθνικής, θρησκευτικής, φυλετικής κτλ ομάδας και οι πράξεις αυτές μπορεί να είναι:
Η δολοφονία των μελών της ομάδας
Η πρόκληση σοβαρής σωματικής ή διανοητικής βλάβης, στα μέλη της ομάδας
Η επιβολή συνθηκών διαβίωσης της ομάδας, που αποσκοπούν στην ολοσχερή ή μερική φυσική εξόντωσή της.
Η επιβολή μέτρων, που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της αναπαραγωγής στο εσωτερικό της ομάδας
Η δια της βίας μεταφορά των παιδιών μιας ομάδας σε μια άλλη. Ο χωρισμός δηλαδή, των παιδιών μιας ομάδας από τους φυσικούς τους γονείς.
Επομένως το έγκλημα της γενοκτονίας δεν αφορά μόνο δολοφονίες, ο χωρισμός για παράδειγμα των ανδρών από τις γυναίκες μιας κοινότητας συνιστά έγκλημα γενοκτονίας, μολονότι δεν δολοφονούνται, ο χωρισμός τους οδηγεί στο να μην μπορούν να αναπαράξουν την ομάδα τους.
Στην περίπτωση των Ποντίων, διαβάζοντας κάποιος τη σύμβαση περί γενοκτονίας καταλαβαίνει, ότι αυτό που συνέβη, πράγματι, εμπίπτει στον ορισμό περί γενοκτονίας.
Η εθνοκάθαρση κατά βάση, δεν σημαίνει την φυσική εξόντωση ενός πληθυσμού αλλά τον ξεριζωμό του από τον τόπο της πατρογονικής τους κατοικίας. Εάν συνέβαινε αυτό στην περίπτωση των Ποντίων, τότε θα έπρεπε το σύνολο σχεδόν, του ποντιακού πληθυσμού, απλώς να εκδιωχθεί από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και να βρει καταφύγιο σε κάποια άλλη χώρα. Όμως εδώ δεν έχουμε κάτι τέτοιο, γιατί έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς. Επομένως, δεν έχουμε μια απλή εθνοκάθαρση με την έννοια του ξεριζωμού, αλλά έχουμε τη φυσική εξόντωση ενός πολύ μεγάλου μέρους του πληθυσμού, αρσενικού και θηλυκού, κατά κύριο λόγο αρσενικού.
H προσωπική μου τοποθέτηση είναι ότι πράγματι νομίζω ότι η περίπτωση των Ποντίων είναι περίπτωση γενοκτονίας».
Για το ίδιο θέμα της διαφοράς των δύο όρων τοποθετήθηκε και η κ. Γαζή τονίζοντας την πολιτική διάσταση του θέματος καθώς και την χρήση των δύο όρων από τους πολίτες.
«Η γενοκτονία είναι ένας όρος που άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως, κυρίως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Πρωταρχικά – και δικαίως κατά τη γνώμη μου – σχετίσθηκε με τη συστηματική εξόντωση των Εβραίων την περίοδο των ναζί. Αναφέρεται σε μια συγκροτημένη, συστηματική, σχεδιασμένη επιχείρηση, φυσικής εξολόθρευσης, όχι απλώς εξόντωσης, εξαφάνισης μιας ολόκληρης κοινότητας ανθρώπων. Συνήθως με βάση την εθνική τους ταυτότητα ή τη «φυλετική τους καταγωγή».
Η εθνοκάθαρση είναι κάπως διαφορετική. Περιλαμβάνει βέβαια, αυτή την στρατηγική της φυσικής εξόντωσης, αλλά κυρίως αναφέρεται στην απομάκρυνση, στην ‘αποκάθαρση’ δηλαδή, ενός κράτους ή μιας περιοχής από μια κοινότητα η οποία δεν είναι επιθυμητή.
Αυτές οι δύο έννοιες χρησιμοποιούνται πολλές φορές αδιάκριτα, υπάρχει και ένα είδος – αν θέλετε – επικαλύψεων ή υπερχρήσης της μιας πάνω στην άλλη».
Οι γενοκτονίες πριν το 1948, η αμφισβητήσεις και οι πολιτικές στρατηγικές
Για τους προβληματισμούς που υπάρχουν για τον όρο γενοκτονία και το πού χρησιμοποιείται η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου κ. Γαζή δήλωσε:
«Στην περίπτωση των Εβραίων είναι σαφές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια γενοκτονία, δηλαδή σε μια σχεδιασμένη, συστηματική απόπειρα εξόντωσης.
Για πολλές άλλες περιπτώσεις όπως συμβαίνει με τους Πόντιους ή τους Αρμενίους (για τους οποίους υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το θέμα της μαζικής τους εξόντωσης και των διωγμών που υπέστησαν), είναι σαφές ότι πρόκειται για κοινότητες ανθρώπων που έχουν ζήσει πολύ σκληρές εμπειρίες σφαγών, διωγμών, εξόντωσης και στιγματισμού, οι οποίες είναι πραγματικά πολύ οδυνηρές και έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική τους μνήμη.
Ο όρος όμως γενοκτονία δεν χρησιμοποιούταν ανέκαθεν στην περίπτωση των Ποντίων. Χρησιμοποιούνταν άλλοι όροι, όπως ήταν οι διωγμοί ή οι σφαγές. Ο όρος γενοκτονία άρχισε να χρησιμοποιείται κυρίως τη δεκαετία του 90.
Έχει πολιτική διάσταση, έχει να κάνει και με τις πολικές στρατηγικές που έχει το ελληνικό κράτος, είναι σεβαστές, αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι αν ένας άλλος άνθρωπος, πολίτης ή επιστήμονας, έχει διαφορετική εκτίμηση, αυτό πρέπει να είναι κατακριτέο και εκείνος να στιγματίζεται.
Ούτε φυσικά σημαίνει, ότι οι άνθρωποι θα πονούν λιγότερο ή θα θυμούνται με λιγότερο τραυματικό τρόπο, ένα γεγονός επειδή θα χαρακτηρίζεται με κάποιο άλλο τρόπο. Η αναγνώριση μιας γενοκτονίας έχει κυρίως πολιτικό περιεχόμενο. Αλλά αυτά που έγιναν, είναι αποτυπωμένα στις μνήμες των γενεών, στη μνήμη των ανθρώπων. Όλες αυτές οι μνήμες, στην περίπτωση των Ποντίων, αποτυπώνουν το εύρος των διωγμών και της καταστροφής που ήταν πραγματικά ακραίο και οδυνηρό».
Ο Καθηγητής Ιστορίας στη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Ανοικτού Πανεπιστημίου κ. Κλάψης ανέφερε δύο παραδείγματα του τρόπου σκέψης όσων διαφωνούν με τον όρο γενοκτονία στην περίπτωση των Ποντίων.
«Κάποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει με τον όρο γενοκτονία στην υπόθεση των Ποντίων, λέγοντας, ότι δεν είναι δόκιμο να χρησιμοποιούμε τον όρο γενοκτονία, διότι κάνουμε ιστορικό αναχρονισμό. Ο όρος επινοήθηκε το 1944 και καθιερώθηκε το 1948 ενώ η γενοκτονία των Ποντίων έλαβε χώρα 25 με 30 χρόνια νωρίτερα, άρα, θα μπορούσε να πει κάποιος, δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε εκ των υστέρων όρο, για να περιγράψουμε ένα προηγούμενο περιστατικό. Αν γίνει δεκτή αυτή η στενά νομικίστικη άποψη, τότε θα πρέπει κάποιος να δεχτεί ότι και στην περίπτωση των αρμενίων και του εβραϊκού πληθυσμού, δεν θα μπορούμε να μιλάμε για γενοκτονία, αν λάβουμε ως όριο το 1948 .
Μια άλλη άποψη που έχει ακουστεί, από καθηγητή Πανεπιστημίου κιόλας, είναι ότι η έννοια της γενοκτονίας αφορά τα εγκλήματα που έγιναν αποκλειστικά από το ναζιστικό καθεστώς και κακώς χρησιμοποιείται στην περίπτωση των Ποντίων . Κάτι το οποίο είναι εντελώς εσφαλμένο. Όχι μόνο ιστορικά αλλά και από στενά νομική άποψη, διότι ειδικά τα τελευταία χρόνια έχουν συσταθεί, ad hoc, ειδικά εργαστήρια για την δίωξη εγκλημάτων γενοκτονίας με χαρακτηριστικό παράδειγμα και πολύ πρόσφατο τη γενοκτονία στη Ρουάντα. Επομένως η γενοκτονία ως όρος, δεν είναι περιορισμένος στα εγκλήματα που έγιναν από τους ναζί στο β παγκόσμιο πόλεμο αλλά καλύπτει μια ευρύτερη γκάμα εγκλημάτων».
«Κάποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει με τον όρο γενοκτονία στην υπόθεση των Ποντίων, λέγοντας, ότι δεν είναι δόκιμο να χρησιμοποιούμε τον όρο γενοκτονία, διότι κάνουμε ιστορικό αναχρονισμό. Ο όρος επινοήθηκε το 1944 και καθιερώθηκε το 1948 ενώ η γενοκτονία των Ποντίων έλαβε χώρα 25 με 30 χρόνια νωρίτερα, άρα, θα μπορούσε να πει κάποιος, δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε εκ των υστέρων όρο, για να περιγράψουμε ένα προηγούμενο περιστατικό. Αν γίνει δεκτή αυτή η στενά νομικίστικη άποψη, τότε θα πρέπει κάποιος να δεχτεί ότι και στην περίπτωση των αρμενίων και του εβραϊκού πληθυσμού, δεν θα μπορούμε να μιλάμε για γενοκτονία, αν λάβουμε ως όριο το 1948 .
Μια άλλη άποψη που έχει ακουστεί, από καθηγητή Πανεπιστημίου κιόλας, είναι ότι η έννοια της γενοκτονίας αφορά τα εγκλήματα που έγιναν αποκλειστικά από το ναζιστικό καθεστώς και κακώς χρησιμοποιείται στην περίπτωση των Ποντίων . Κάτι το οποίο είναι εντελώς εσφαλμένο. Όχι μόνο ιστορικά αλλά και από στενά νομική άποψη, διότι ειδικά τα τελευταία χρόνια έχουν συσταθεί, ad hoc, ειδικά εργαστήρια για την δίωξη εγκλημάτων γενοκτονίας με χαρακτηριστικό παράδειγμα και πολύ πρόσφατο τη γενοκτονία στη Ρουάντα. Επομένως η γενοκτονία ως όρος, δεν είναι περιορισμένος στα εγκλήματα που έγιναν από τους ναζί στο β παγκόσμιο πόλεμο αλλά καλύπτει μια ευρύτερη γκάμα εγκλημάτων».
Μαρτυρίες
Τέλος ήρθαμε σε επαφή με τον ποντιακής καταγωγής, Πρόεδρο του Συνδέσμου Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Σχολείων, Χαράλαμπο Κυραϊλίδη, ο οποίος θυμάται τις ιστορίες που άκουγε από την οικογένειά του για εκείνη τη δραματική περίοδο.
«Ο προπάππους μου ήταν ο παπάς και δάσκαλος του χωριού, το οποίο σημαίνει πως κατά κάποιο τρόπο ήταν και ο «αρχηγός» του χωριού. Τα παιδιά τότε από μικρά, βοηθούσαν με δουλειές την οικογένεια και έτσι ο 8χρονος παππούς μου ήταν βοσκός και έβοσκε τα γουρούνια έξω από το χωριό. Τότε, υπήρχαν οι Τσέτες (τουρκικά άτακτα στρατιωτικά σώματα), οι οποίοι έμπαιναν στα χωριά και τους έσφαζαν όλους. Μία μέρα λοιπόν που έκαναν έφοδο οι Τσέτες, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν όλο το χωριό άμεσα, αφήνοντας τον παππού μου πίσω.
Τότε στα χωριά δεν έμεναν μόνο Έλληνες ή μόνο Μουσουλμάνοι, υπήρχαν χωριά που ζούσαν μαζί διάφοροι πληθυσμοί. Επειδή ο προπάππους ήταν γνωστός και αγαπητός στο χωριό και επειδή το Κοράνι λέει στους Μουσουλμάνους να σέβονται τους χριστιανούς έπεσε ο παππούς μου, ως παιδί, σε έναν Τούρκο ο οποίος τον προστάτευσε. Δηλαδή, για να μην κινδυνεύσει και ο ίδιος, δεν τον φανέρωσε στους Τσέτες και τον έβαλε να μένει και να κοιμάται στο στάβλο.
Οι Έλληνες, επειδή ζούσαν με τον φόβο από τους Τσέτες τότε, προειδοποιούσαν τα παιδιά τους αν έπεφταν στα χέρια τους να μη μιλούν Ελληνικά, αλλά Τούρκικα. Έτσι έμεινε πίσω 2 χρόνια μιλώντας τούρκικα και μένοντας στο στάβλο του Τούρκου, αυτού που τον μάζεψε. Κάποια στιγμή πέρασε ένας Έλληνας αντάρτης, που είχε μείνει πίσω και αναγνώρισε το παιδί. Με τα πολλά ο παππούς μου του μίλησε και του είπε ποιου παιδί είναι. Ο αντάρτης το πήρε με το άλογο και το πέρασε κρυφά από τον Πόντο στο κοντινότερο λιμάνι.
Εκεί, αφού κατάφερε να μπει στο πλοίο έφτασε σε μία εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, είχε πέσει σύρμα πως έρχεται πλοίο που φέρνει Έλληνες και είχε πάει ο προπάππους μου και πατέρας του, σε μία ύστατη ελπίδα μήπως βρει το γιο του, όπου και τον βρήκε. Η οικογένεια ενώθηκε, αλλά στο μεταξύ η μητέρα του και προγιαγιά μου είχε πεθάνει από τον καημό της που άφησε το παιδί της πίσω».
Ο κ. Κυραϊλίδης δεν θυμάται μόνο τις ιστορίες της δικής του οικογένειας. Στο χωριό του υπήρχαν πολλοί Έλληνες του Πόντου που κατάφεραν να διασωθούν και πολλές φορές για το κοινό καλό θυσίαζαν τα πάντα.
«Στο χωριό είχαμε μια γειτόνισσα, την κυρία Δέσποινα, που μας έλεγε τη δική της ιστορία. Εκείνη σε έναν ξεριζωμό του χωριού, είχε αρπάξει τα παιδιά και το μωρό της για να φύγουν. Πήγαιναν από ρεματιές, όχι από φανερά σημεία. Στη διαδρομή το νεογέννητο άρχισε να κλαίει. Για να μην ακουστεί και προδοθεί όλο το χωριό και τους σφάξουν όλους, το έθαψε ζωντανό μέσα στο χιόνι. Στην ουσία όλα ήταν θυσίες τότε. Θυσιάζονταν οι άνθρωποι για να σώσουν άλλους ανθρώπους».
Επιμέλεια: Μυρτώ Μουζάκη, Δανάη Κισκήρα-Μπαρτσώκα
Πρώτη δημοσίευση: 13/11/2015 από thinkover.gr
Τέλος ήρθαμε σε επαφή με τον ποντιακής καταγωγής, Πρόεδρο του Συνδέσμου Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Σχολείων, Χαράλαμπο Κυραϊλίδη, ο οποίος θυμάται τις ιστορίες που άκουγε από την οικογένειά του για εκείνη τη δραματική περίοδο.
«Ο προπάππους μου ήταν ο παπάς και δάσκαλος του χωριού, το οποίο σημαίνει πως κατά κάποιο τρόπο ήταν και ο «αρχηγός» του χωριού. Τα παιδιά τότε από μικρά, βοηθούσαν με δουλειές την οικογένεια και έτσι ο 8χρονος παππούς μου ήταν βοσκός και έβοσκε τα γουρούνια έξω από το χωριό. Τότε, υπήρχαν οι Τσέτες (τουρκικά άτακτα στρατιωτικά σώματα), οι οποίοι έμπαιναν στα χωριά και τους έσφαζαν όλους. Μία μέρα λοιπόν που έκαναν έφοδο οι Τσέτες, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν όλο το χωριό άμεσα, αφήνοντας τον παππού μου πίσω.
Τότε στα χωριά δεν έμεναν μόνο Έλληνες ή μόνο Μουσουλμάνοι, υπήρχαν χωριά που ζούσαν μαζί διάφοροι πληθυσμοί. Επειδή ο προπάππους ήταν γνωστός και αγαπητός στο χωριό και επειδή το Κοράνι λέει στους Μουσουλμάνους να σέβονται τους χριστιανούς έπεσε ο παππούς μου, ως παιδί, σε έναν Τούρκο ο οποίος τον προστάτευσε. Δηλαδή, για να μην κινδυνεύσει και ο ίδιος, δεν τον φανέρωσε στους Τσέτες και τον έβαλε να μένει και να κοιμάται στο στάβλο.
Οι Έλληνες, επειδή ζούσαν με τον φόβο από τους Τσέτες τότε, προειδοποιούσαν τα παιδιά τους αν έπεφταν στα χέρια τους να μη μιλούν Ελληνικά, αλλά Τούρκικα. Έτσι έμεινε πίσω 2 χρόνια μιλώντας τούρκικα και μένοντας στο στάβλο του Τούρκου, αυτού που τον μάζεψε. Κάποια στιγμή πέρασε ένας Έλληνας αντάρτης, που είχε μείνει πίσω και αναγνώρισε το παιδί. Με τα πολλά ο παππούς μου του μίλησε και του είπε ποιου παιδί είναι. Ο αντάρτης το πήρε με το άλογο και το πέρασε κρυφά από τον Πόντο στο κοντινότερο λιμάνι.
Εκεί, αφού κατάφερε να μπει στο πλοίο έφτασε σε μία εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, είχε πέσει σύρμα πως έρχεται πλοίο που φέρνει Έλληνες και είχε πάει ο προπάππους μου και πατέρας του, σε μία ύστατη ελπίδα μήπως βρει το γιο του, όπου και τον βρήκε. Η οικογένεια ενώθηκε, αλλά στο μεταξύ η μητέρα του και προγιαγιά μου είχε πεθάνει από τον καημό της που άφησε το παιδί της πίσω».
Ο κ. Κυραϊλίδης δεν θυμάται μόνο τις ιστορίες της δικής του οικογένειας. Στο χωριό του υπήρχαν πολλοί Έλληνες του Πόντου που κατάφεραν να διασωθούν και πολλές φορές για το κοινό καλό θυσίαζαν τα πάντα.
«Στο χωριό είχαμε μια γειτόνισσα, την κυρία Δέσποινα, που μας έλεγε τη δική της ιστορία. Εκείνη σε έναν ξεριζωμό του χωριού, είχε αρπάξει τα παιδιά και το μωρό της για να φύγουν. Πήγαιναν από ρεματιές, όχι από φανερά σημεία. Στη διαδρομή το νεογέννητο άρχισε να κλαίει. Για να μην ακουστεί και προδοθεί όλο το χωριό και τους σφάξουν όλους, το έθαψε ζωντανό μέσα στο χιόνι. Στην ουσία όλα ήταν θυσίες τότε. Θυσιάζονταν οι άνθρωποι για να σώσουν άλλους ανθρώπους».
Επιμέλεια: Μυρτώ Μουζάκη, Δανάη Κισκήρα-Μπαρτσώκα
Πρώτη δημοσίευση: 13/11/2015 από thinkover.gr
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου